헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λατρεία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λατρεία λατρείας

형태분석: λατρει (어간) + α (어미)

어원: latreu/w

  1. 봉사, 복무
  2. 우상
  1. service
  2. worship

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λατρεία

봉사가

λατρείᾱ

봉사들이

λατρεῖαι

봉사들이

속격 λατρείᾱς

봉사의

λατρείαιν

봉사들의

λατρειῶν

봉사들의

여격 λατρείᾱͅ

봉사에게

λατρείαιν

봉사들에게

λατρείαις

봉사들에게

대격 λατρεῖαν

봉사를

λατρείᾱ

봉사들을

λατρείᾱς

봉사들을

호격 λατρεῖα

봉사야

λατρείᾱ

봉사들아

λατρεῖαι

봉사들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐὰν δὲ εἰσέλθητε εἰσ τὴν γῆν, ἣν ἂν δῷ Κύριοσ ὑμῖν, καθότι ἐλάλησε, φυλάξασθε τὴν λατρείαν ταύτην. (Septuagint, Liber Exodus 12:25)

    (70인역 성경, 탈출기 12:25)

  • καὶ ἔσται ἡνίκα ἐὰν εἰσαγάγῃ σε Κύριοσ ὁ Θεόσ σου εἰσ τὴν γῆν τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Ἀμορραίων καὶ Εὐαίων καὶ Ἰεβουσαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Φερεζαίων, ἣν ὤμοσε τοῖσ πατράσι σου δοῦναί σοι γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι, καὶ ποιήσεισ τὴν λατρείαν ταύτην ἐν τῷ μηνὶ τούτῳ. (Septuagint, Liber Exodus 13:5)

    (70인역 성경, 탈출기 13:5)

  • ἀλλ’ ἵνα ᾖ τοῦτο μαρτύριον ἀνὰ μέσον ἡμῶν καὶ ὑμῶν καὶ ἀνὰ μέσον τῶν γενεῶν ἡμῶν μεθ’ ἡμᾶσ, τοῦ λατρεύειν λατρείαν Κυρίου ἐναντίον αὐτοῦ, ἐν τοῖσ καρπώμασιν ἡμῶν καὶ ἐν ταῖσ θυσίαισ ἡμῶν καὶ ἐν ταῖσ θυσίαισ τῶν σωτηρίων ἡμῶν. καὶ οὐκ ἐροῦσι τὰ τέκνα ὑμῶν τοῖσ τέκνοισ ἡμῶν αὔριον. οὐκ ἔστιν ὑμῖν μερὶσ Κυρίου. (Septuagint, Liber Iosue 22:27)

    (70인역 성경, 여호수아기 22:27)

  • τῶν λόγων τοῦ βασιλέωσ οὐκ ἀκουσόμεθα τοῦ παρελθεῖν τὴν λατρείαν ἡμῶν δεξιὰν ἢ ἀριστεράν. (Septuagint, Liber Maccabees I 2:22)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 2:22)

  • ἀπογραφῆναι δὲ πᾶν τὸ φῦλον ἐξ ὀνόματοσ, οὐκ εἰσ τὴν ἔμπροσθε βραχεῖ προδεδηλωμένην τῶν ἔργων κατάπονον λατρείαν, στρεβλωθέντασ δὲ ταῖσ παρηγγελμέναισ αἰκίαισ τὸ τέλοσ ἀφανίσαι μιᾶσ ὑπὸ καιρὸν ἡμέρασ. (Septuagint, Liber Maccabees III 4:14)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 4:14)

유의어

  1. 봉사

  2. 우상

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION