- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λατρεία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: latreia 고전 발음: [] 신약 발음: [리아]

기본형: λατρεία λατρείας

형태분석: λατρει (어간) + α (어미)

어원: λατρεύω

  1. 봉사, 복무
  2. 우상
  1. service
  2. worship

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λατρεία

봉사가

λατρεία

봉사들이

λατρεῖαι

봉사들이

속격 λατρείας

봉사의

λατρείαιν

봉사들의

λατρειῶν

봉사들의

여격 λατρείᾳ

봉사에게

λατρείαιν

봉사들에게

λατρείαις

봉사들에게

대격 λατρεῖαν

봉사를

λατρεία

봉사들을

λατρείας

봉사들을

호격 λατρεῖα

봉사야

λατρεία

봉사들아

λατρεῖαι

봉사들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔσται ἐὰν λέγωσι πρὸς ὑμᾶς οἱ υἱοὶ ὑμῶν. τίς ἡ λατρεία αὕτη; (Septuagint, Liber Exodus 12:26)

    (70인역 성경, 탈출기 12:26)

  • ἔτι δὲ Κασταλίας ὕδωρ περιμένει με κόμας ἐμᾶς δεῦσαι παρθένιον χλιδὰν Φοιβείαισι λατρείαις. (Euripides, Phoenissae, choral, antistrophe 13)

    (에우리피데스, Phoenissae, choral, antistrophe 13)

  • "καὶ τελευταῖον αἳ τε πλάναι καὶ ἡ λατρεία τοῦ παιδὸς οἵ τε γιγνόμενοι περὶ τὰ Τέμπη καθαρμοὶ μεγάλου τινὸς ἄγους καὶ τολμήματος ὑποψίαν ἔχουσι. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 15 4:5)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 15 4:5)

  • ὧν ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν ὁ χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων, θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας: (PROS RWMAIOUS, chapter 1 254:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 254:1)

  • καὶ πολλοὶ ἀπὸ Ἰσραὴλ εὐδόκησαν τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ καὶ ἔθυσαν τοῖς εἰδώλοις καὶ ἐβεβήλωσαν τὸ σάββατον. (Septuagint, Liber Maccabees I 1:43)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 1:43)

유의어

  1. 봉사

  2. 우상

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION