헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κωμῳδίᾱ

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κωμῳδίᾱ κωμῳδίας

형태분석: κωμῳδι (어간) + ᾱ (어미)

  1. 희극, 코미디
  2. 연극, 놀이
  1. comedy
  2. play

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κωμῳδίᾱ

희극이

κωμῳδίᾱ

희극들이

κωμῳδίαι

희극들이

속격 κωμῳδίᾱς

희극의

κωμῳδίαιν

희극들의

κωμῳδιῶν

희극들의

여격 κωμῳδίᾱͅ

희극에게

κωμῳδίαιν

희극들에게

κωμῳδίαις

희극들에게

대격 κωμῳδίᾱν

희극을

κωμῳδίᾱ

희극들을

κωμῳδίᾱς

희극들을

호격 κωμῳδίᾱ

희극아

κωμῳδίᾱ

희극들아

κωμῳδίαι

희극들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τριῶν δ’ ὄντων προσώπων, καθάπερ ἐν ταῖσ κωμῳδίαισ, τοῦ διαβάλλοντοσ καὶ τοῦ διαβαλλομένου καὶ τοῦ πρὸσ ὃν ἡ διαβολὴ γίνεται, καθ’ ἕκαστον αὐτῶν ἐπισκοπήσωμεν οἱᾶ εἰκὸσ εἶναι τὰ γινόμενα. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 6:4)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 6:4)

  • καὶ μέντοι καὶ εἰσ τὸ θέατρον συνάγοντεσ αὐτοὺσ δημοσίᾳ παιδεύομεν ὑπὸ κωμῳδίαισ καὶ τραγῳδίαισ ἀρετάσ τε ἀνδρῶν παλαιῶν καὶ κακίασ θεωμένουσ, ὡσ τῶν μὲν ἀποτρέποιντο, ἐπ’ ἐκεῖνα δὲ σπεύδοιεν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 22:3)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 22:3)

  • ὃ καὶ μάλιστα διέσυρεν αὐτῶν, ὅτι μηδὲ χρῆσθαι ἴσασιν ταῖσ ἐπιθυμίαισ, ἀλλὰ κἀν ταύταισ παρανομοῦσι καὶ τοὺσ ὁρ́ουσ συγχέουσι, πάντοθεν τῇ τρυφῇ παραδόντεσ αὑτῶν τὰσ ψυχὰσ πατεῖν, καὶ τοῦτο δὴ τὸ ἐν ταῖσ τραγῳδίαισ τε καὶ κωμῳδίαισ λεγόμενον, ἤδη· (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 31:5)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 31:5)

  • παῖδασ δὲ αὐτῶν τοὺσ ὡραίουσ καὶ κομήτασ, οὓσ Υἁκίνθουσ ἢ Ἀχιλλέασ ἢ Ναρκίσσουσ ὀνομάζουσι, μεταξὺ ὀρέγοντασ σφίσι τὸ ἔκπωμα φαλακροὺσ γίνεσθαι ὑπορρεούσησ τῆσ κόμησ καὶ πώγωνα φύειν ὀξύν, οἱοῖ́ εἰσιν ἐν ταῖσ κωμῳδίαισ οἱ σφηνοπώγωνεσ, καὶ τὸ παρὰ τοῖσ κροτάφοισ πάνυ λάσιον καὶ κάρτα ἐκκεντοῦν, τὸ μεταξὺ δὲ λεῖον καὶ γυμνὸν εἶναι. (Lucian, Saturnalia, letter 1 6:3)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 1 6:3)

  • ἐν δὲ ταῖσ κωμῳδίαισ Ὀμφάλη τε νέα καὶ Δηϊάνειρα καὶ πάλιν Ἥρα προσαγορεύεται. (Plutarch, , chapter 24 6:2)

    (플루타르코스, , chapter 24 6:2)

유의어

  1. 연극

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION