헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κτῆμα

3군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κτῆμα κτῆματος

형태분석: κτηματ (어간)

어원: kta/omai

  1. 가지고 있는 것, 소유
  2. 재산, 부
  1. anything gotten, a piece of property, a possession
  2. possessions, property, wealth, on the wealthy

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κτῆμα

가지고 있는 것이

κτήματε

가지고 있는 것들이

κτήματα

가지고 있는 것들이

속격 κτήματος

가지고 있는 것의

κτημάτοιν

가지고 있는 것들의

κτημάτων

가지고 있는 것들의

여격 κτήματι

가지고 있는 것에게

κτημάτοιν

가지고 있는 것들에게

κτήμασιν*

가지고 있는 것들에게

대격 κτῆμα

가지고 있는 것을

κτήματε

가지고 있는 것들을

κτήματα

가지고 있는 것들을

호격 κτῆμα

가지고 있는 것아

κτήματε

가지고 있는 것들아

κτήματα

가지고 있는 것들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ δώσω αὐτῇ τὰ κτήματα αὐτῆσ ἐκεῖθεν καὶ τὴν κοιλάδα Ἀχὼρ διανοῖξαι σύνεσιν αὐτῆσ, καὶ ταπεινωθήσεται ἐκεῖ κατὰ τὰσ ἡμέρασ νηπιότητοσ αὐτῆσ καὶ κατὰ τὰσ ἡμέρασ ἀναβάσεωσ αὐτῆσ ἐκ γῆσ Αἰγύπτου. (Septuagint, Prophetia Osee 2:17)

    (70인역 성경, 호세아서 2:17)

  • ἐξηράνθησαν γεωργοί. θρηνεῖτε, κτήματα, ὑπὲρ πυροῦ καὶ κριθῆσ, ὅτι ἀπόλωλε τρυγητὸσ ἐξ ἀγροῦ. (Septuagint, Prophetia Ioel 1:11)

    (70인역 성경, 요엘서 1:11)

  • "εἶτα παρανομήσασ τι καὶ ἐσ ἐκείνουσ ‐ ὤφθη γάρ τι, ὡσ οἶμαι, ἐσθίων τῶν ἀπορρήτων αὐτοῖσ ‐ οὐκέτι προσιεμένων αὐτὸν ἀπορούμενοσ ἐκ παλινῳδίασ ἀπαιτεῖν ᾤετο δεῖν παρὰ τῆσ πόλεωσ τὰ κτήματα, καὶ γραμματεῖον ἐπιδοὺσ ἠξίου ταῦτα κομίσασθαι κελεύσαντοσ βασιλέωσ. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:37)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:37)

  • χαίρουσι καὶ θεοὶ πατρίσι καὶ πάντα μέν, ὡσ εἰκόσ, ἐφορῶσι τὰ τῶν ἀνθρώπων, αὑτῶν ἡγούμενοι κτήματα πᾶσαν γῆν καὶ θάλασσαν, ἐφ’ ἧσ δὲ ἕκαστοσ αὐτῶν ἐγένετο, προτιμᾷ τῶν ἄλλων ἁπασῶν πόλεων. (Lucian, Patriae Encomium, (no name) 5:1)

    (루키아노스, Patriae Encomium, (no name) 5:1)

  • ἀπὸ δ’ οὖν τῆσ ἐπιθυμίασ ἣν ἔχουσι περὶ τὰ κτήματα, οὐκ ἂν ἁμάρτοισ προσκαλῶν Κτήσωνασ ἢ Κτησίππουσ ἢ Κτησικλέασ ἢ Εὐκτήμονασ ἢ Πολυκτήτουσ. (Lucian, Fugitivi, (no name) 26:8)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 26:8)

유의어

  1. 가지고 있는 것

  2. 재산

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION