헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κιθαρίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κιθαρίζω

형태분석: κιθαρίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ki/qaris

  1. to play the cithara

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κιθαρίζω

κιθαρίζεις

κιθαρίζει

쌍수 κιθαρίζετον

κιθαρίζετον

복수 κιθαρίζομεν

κιθαρίζετε

κιθαρίζουσιν*

접속법단수 κιθαρίζω

κιθαρίζῃς

κιθαρίζῃ

쌍수 κιθαρίζητον

κιθαρίζητον

복수 κιθαρίζωμεν

κιθαρίζητε

κιθαρίζωσιν*

기원법단수 κιθαρίζοιμι

κιθαρίζοις

κιθαρίζοι

쌍수 κιθαρίζοιτον

κιθαριζοίτην

복수 κιθαρίζοιμεν

κιθαρίζοιτε

κιθαρίζοιεν

명령법단수 κιθάριζε

κιθαριζέτω

쌍수 κιθαρίζετον

κιθαριζέτων

복수 κιθαρίζετε

κιθαριζόντων, κιθαριζέτωσαν

부정사 κιθαρίζειν

분사 남성여성중성
κιθαριζων

κιθαριζοντος

κιθαριζουσα

κιθαριζουσης

κιθαριζον

κιθαριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κιθαρίζομαι

κιθαρίζει, κιθαρίζῃ

κιθαρίζεται

쌍수 κιθαρίζεσθον

κιθαρίζεσθον

복수 κιθαριζόμεθα

κιθαρίζεσθε

κιθαρίζονται

접속법단수 κιθαρίζωμαι

κιθαρίζῃ

κιθαρίζηται

쌍수 κιθαρίζησθον

κιθαρίζησθον

복수 κιθαριζώμεθα

κιθαρίζησθε

κιθαρίζωνται

기원법단수 κιθαριζοίμην

κιθαρίζοιο

κιθαρίζοιτο

쌍수 κιθαρίζοισθον

κιθαριζοίσθην

복수 κιθαριζοίμεθα

κιθαρίζοισθε

κιθαρίζοιντο

명령법단수 κιθαρίζου

κιθαριζέσθω

쌍수 κιθαρίζεσθον

κιθαριζέσθων

복수 κιθαρίζεσθε

κιθαριζέσθων, κιθαριζέσθωσαν

부정사 κιθαρίζεσθαι

분사 남성여성중성
κιθαριζομενος

κιθαριζομενου

κιθαριζομενη

κιθαριζομενης

κιθαριζομενον

κιθαριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν δ’ ἄρα μέσσῳ ἱμερόεν κιθάριζε Διὸσ καὶ Λητοῦσ υἱὸσ χρυσείῃ φόρμιγγι· (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 21:2)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 21:2)

  • σὺ δὲ κόμα, ὦ Ἄπολλον, καὶ κιθάριζε καὶ μέγα ἐπὶ τῷ κάλλει φρόνει, κἀγὼ ἐπὶ τῇ εὐεξίᾳ καὶ τῇ λύρᾳ· (Lucian, Dialogi deorum, 3:2)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 3:2)

  • Ἀπόλλων φόρμιγγ’ ἐν χείρεσσιν ἔχων χάριεν κιθάριζε, καλὰ καὶ ὕψι βιβάσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 405)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 405)

  • ἀλλ’ ἐπεὶ οὖν τοι θυμὸσ ἐπιθύει κιθαρίζειν, μέλπεο καὶ κιθάριζε καὶ ἀγλαίασ ἀλέγυνε δέγμενοσ ἐξ ἐμέθεν· (Anonymous, Homeric Hymns, 49:11)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 49:11)

  • τοῖσιν δ’ ἐν μέσσοισι πάϊσ φόρμιγγι λιγείῃ ἱμερόεν κιθάριζε, λίνον δ’ ὑπὸ καλὸν ἀείδε λεπταλέῃ φωνῇ· (Homer, Iliad, Book 18 53:6)

    (호메로스, 일리아스, Book 18 53:6)

유의어

  1. to play the cithara

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION