헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατόπτης

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατόπτης κατόπτου

형태분석: κατοπτ (어간) + ης (어미)

어원: o)/yomai, fut. of o(ra/w

  1. 스파이, 정찰병, 간첩
  2. 감독, 주교
  1. a spy, scout
  2. an overseer

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κατόπτης

스파이가

κατόπτᾱ

스파이들이

κατόπται

스파이들이

속격 κατόπτου

스파이의

κατόπταιν

스파이들의

κατοπτῶν

스파이들의

여격 κατόπτῃ

스파이에게

κατόπταιν

스파이들에게

κατόπταις

스파이들에게

대격 κατόπτην

스파이를

κατόπτᾱ

스파이들을

κατόπτᾱς

스파이들을

호격 κατόπτα

스파이야

κατόπτᾱ

스파이들아

κατόπται

스파이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τίσ δῆτα Τρώων οἳ πάρεισιν ἐν λόγῳ θέλει κατόπτησ ναῦσ ἐπ’ Ἀργείων μολεῖν; (Euripides, Rhesus, episode, iambic11)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, iambic11)

  • ἐγὼ πρὸ γαίασ τόνδε κίνδυνον θέλω ῥίψασ κατόπτησ ναῦσ ἐπ’ Ἀργείων μολεῖν, καὶ πάντ’ Ἀχαιῶν ἐκμαθὼν βουλεύματα ἥξω· (Euripides, Rhesus, episode, iambic15)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, iambic15)

  • Ἐτεόκλεεσ, φέριστε Καδμείων ἄναξ, ἥκω σαφῆ τἀκεῖθεν ἐκ στρατοῦ φέρων, αὐτὸσ κατόπτησ δ’ εἴμ’ ἐγὼ τῶν πραγμάτων· (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode 4:1)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, episode 4:1)

  • ὅ τοι κατόπτησ, ὡσ ἐμοὶ δοκεῖ, στρατοῦ πευθώ τιν’ ἡμῖν, ὦ φίλαι, νέαν φέρει, σπουδῇ διώκων πομπίμουσ χνόασ ποδῶν. (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode1)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, episode1)

  • ἀλλά τισ προί̈τω κατόπτησ ἀπαγγελίαν ἡμῖν σαφῆ τῶν ἐνεστηκότων ποιησόμενοσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 18 379:3)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 18 379:3)

유의어

  1. 스파이

  2. 감독

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION