- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατόπτης?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: katoptēs 고전 발음: [까똡떼:] 신약 발음: [까또]

기본형: κατόπτης κατόπτου

형태분석: κατοπτ (어간) + ης (어미)

어원: ὄψομαι, fut. of ὁράω

  1. 스파이, 정찰병, 간첩
  2. 감독, 주교
  1. a spy, scout
  2. an overseer

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κατόπτης

스파이가

κατόπτα

스파이들이

κατόπται

스파이들이

속격 κατόπτου

스파이의

κατόπταιν

스파이들의

κατοπτῶν

스파이들의

여격 κατόπτῃ

스파이에게

κατόπταιν

스파이들에게

κατόπταις

스파이들에게

대격 κατόπτην

스파이를

κατόπτα

스파이들을

κατόπτας

스파이들을

호격 κατόπτα

스파이야

κατόπτα

스파이들아

κατόπται

스파이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρὸς εὐνὰς δ, ὡς ἐοίκεν, Ἕκτορος χωρεῖ, κατόπτας σημανῶν ἥκειν στρατοῦ. (Euripides, Rhesus, episode 1:23)

    (에우리피데스, Rhesus, episode 1:23)

  • οὐδὲ θεῶν μακάρων ἄγε μάρτυρας οὐδὲ κατόπτας, μηνύειν δ ἐκέλευεν ἀναγκαίης ὑπὸ πολλῆς, πολλὰ δέ μ ἠπείλησε βαλεῖν ἐς Τάρταρον εὐρύν, οὕνεχ ὃ μὲν τέρεν ἄνθος ἔχει φιλοκυδέος ἥβης, αὐτὰρ ἐγὼ χθιζὸς γενόμην, τὰ δέ τ οἶδε καὶ αὐτός, οὔτι βοῶν ἐλατῆρι, κραταιῷ φωτί, ἐοικώς. (Anonymous, Homeric Hymns, 40:4)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 40:4)

  • βουλευομένῳ δέ οἱ ἔδοξε ἐπὶ μὲν Καρχηδονίους τὸν ναυτικὸν στρατὸν ἀποστέλλειν, ἐπὶ δὲ Ἀμμωνίους τοῦ πεζοῦ ἀποκρίναντα, ἐπὶ δὲ τοὺς Αἰθίοπας κατόπτας πρῶτον, ὀψομένους τε τὴν ἐν τούτοισι τοῖσι Αἰθίοψι λεγομένην εἶναι ἡλίου τράπεζαν εἰ ἔστι ἀληθέως, καὶ πρὸς ταύτῃ τὰ ἄλλα κατοψομένους, δῶρα δὲ τῷ λόγῳ φέροντας τῷ βασιλέι αὐτῶν. (Herodotus, The Histories, book 3, chapter 17 3:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 3, chapter 17 3:1)

유의어

  1. 스파이

  2. 감독

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION