κατηγορέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
κατηγορέω
Structure:
κατ
(Prefix)
+
ἠγορέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to speak against, especially before judges, to accuse, to denounce publicly
- to state or bring as a charge against a person, accuse of it
- (with accusative of object) to allege in accusation
- (passive voice) to be accused
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τὸ δὲ σὸν οὐ παρὰ μικρὸν ἀτοπώτερον, ἀκριβοῦντοσ μὲν ἐν τοῖσ λόγοισ τὴν τοῦ τοιούτου βίου δουλοπρέπειαν καὶ κατηγοροῦντοσ, εἴ τισ εἰσ πλουσίου τινὸσ ἐμπεσὼν καὶ καθείρξασ ἑαυτὸν ἀνέχοιτο μυρία τὰ δυσχερῆ πάσχων καὶ ποιῶν, ἐν γήρᾳ δὲ ὑστάτῳ καὶ σχεδὸν ἤδη ὑπὲρ τὸν οὐδὸν οὕτωσ ἀγεννῆ λατρείαν ἐπανῃρημένου καὶ μονονουχὶ καὶ ἐμπομπεύοντοσ αὐτῇ· (Lucian, Apologia 11:4)
- οὐ δεῖ τοίνυν πιστεύειν ἀλλοτρίᾳ κρίσει, μᾶλλον δὲ μίσει τοῦ κατηγοροῦντοσ, ἀλλ’ ἑαυτῷ τὴν ἐξέτασιν φυλακτέον τῆσ ἀληθείασ, ἀποδόντα καὶ τῷ διαβάλλοντι τὸν φθόνον καὶ ἐν φανερῷ ποιησάμενον τὸν ἔλεγχον τῆσ ἑκατέρου διανοίασ, καὶ μισεῖν οὕτω καὶ ἀγαπᾶν τὸν δεδοκιμασμένον. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 31:3)
- κυνικοῦ δέ τινοσ ἐπὶ λίθον ἀναβάντοσ καὶ αὐτὸ τοῦτο κατηγοροῦντοσ αὐτοῦ καὶ εἰσ κιναιδίαν διαβάλλοντοσ, ἀγανακτήσασ καὶ κατασπασθῆναι τὸν Κυνικὸν κελεύσασ ἔμελλεν ἢ ξύλοισ συντρίψειν ἢ καὶ φυγῇ ζημιώσειν ἀλλ’ ὅ γε Δημῶναξ παρατυχὼν παρῃτεῖτο συγγνώμην ἔχειν αὐτῷ κατά τινα πάτριον τοῖσ Κυνικοῖσ παρρησίαν θρασυνομένῳ. (Lucian, (no name) 50:3)
- εἰ δὲ μή, ὁρ́α μὴ ἄλογοσ ἡ ἐπιτίμησισ εἶναί σου δόξῃ καὶ θρασεῖα, κατηγοροῦντοσ ὧν ἀγνοεῖσ. (Lucian, De saltatione, (no name) 5:3)
- ἐν τούτοισ καὶ Ἀριστείδην ἁλῶναι δωροδοκίασ, Διοφάντου τοῦ Ἀμφιτροπῆθεν κατηγοροῦντοσ, ὡσ, ὅτε τοὺσ φόρουσ ἔταττε, παρὰ τῶν Ιὤνων χρήματα λαβόντοσ· (Plutarch, , chapter 26 2:1)
Synonyms
-
to speak against
- κατεῖπον (to speak against or to the prejudice of, accuse, denounce)
-
to state or bring as a charge against a person
- ἐγκαλέω (to bring a charge against, to bring a charge, against one)
- ἐπαιτιάομαι (to bring a charge against, accuse, to accuse)
-
to allege in accusation
-
to be accused