헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατεσθίω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατεσθίω κατέδομαι κατέφαγον κατεδήδοκα κατεδήδεσμαι

형태분석: κατ (접두사) + ἐσθί (어간) + ω (인칭어미)

어원: v. katafagei=n

  1. 먹어치우다, 먹다, 삼키다, 소비하다
  1. to eat up, devour, to eat up
  2. to eat up or devour
  3. corroded

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεσθίω

(나는) 먹어치운다

κατεσθίεις

(너는) 먹어치운다

κατεσθίει

(그는) 먹어치운다

쌍수 κατεσθίετον

(너희 둘은) 먹어치운다

κατεσθίετον

(그 둘은) 먹어치운다

복수 κατεσθίομεν

(우리는) 먹어치운다

κατεσθίετε

(너희는) 먹어치운다

κατεσθίουσιν*

(그들은) 먹어치운다

접속법단수 κατεσθίω

(나는) 먹어치우자

κατεσθίῃς

(너는) 먹어치우자

κατεσθίῃ

(그는) 먹어치우자

쌍수 κατεσθίητον

(너희 둘은) 먹어치우자

κατεσθίητον

(그 둘은) 먹어치우자

복수 κατεσθίωμεν

(우리는) 먹어치우자

κατεσθίητε

(너희는) 먹어치우자

κατεσθίωσιν*

(그들은) 먹어치우자

기원법단수 κατεσθίοιμι

(나는) 먹어치우기를 (바라다)

κατεσθίοις

(너는) 먹어치우기를 (바라다)

κατεσθίοι

(그는) 먹어치우기를 (바라다)

쌍수 κατεσθίοιτον

(너희 둘은) 먹어치우기를 (바라다)

κατεσθιοίτην

(그 둘은) 먹어치우기를 (바라다)

복수 κατεσθίοιμεν

(우리는) 먹어치우기를 (바라다)

κατεσθίοιτε

(너희는) 먹어치우기를 (바라다)

κατεσθίοιεν

(그들은) 먹어치우기를 (바라다)

명령법단수 κατέσθιε

(너는) 먹어치우어라

κατεσθιέτω

(그는) 먹어치우어라

쌍수 κατεσθίετον

(너희 둘은) 먹어치우어라

κατεσθιέτων

(그 둘은) 먹어치우어라

복수 κατεσθίετε

(너희는) 먹어치우어라

κατεσθιόντων, κατεσθιέτωσαν

(그들은) 먹어치우어라

부정사 κατεσθίειν

먹어치우는 것

분사 남성여성중성
κατεσθιων

κατεσθιοντος

κατεσθιουσα

κατεσθιουσης

κατεσθιον

κατεσθιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεσθίομαι

(나는) 먹어치워진다

κατεσθίει, κατεσθίῃ

(너는) 먹어치워진다

κατεσθίεται

(그는) 먹어치워진다

쌍수 κατεσθίεσθον

(너희 둘은) 먹어치워진다

κατεσθίεσθον

(그 둘은) 먹어치워진다

복수 κατεσθιόμεθα

(우리는) 먹어치워진다

κατεσθίεσθε

(너희는) 먹어치워진다

κατεσθίονται

(그들은) 먹어치워진다

접속법단수 κατεσθίωμαι

(나는) 먹어치워지자

κατεσθίῃ

(너는) 먹어치워지자

κατεσθίηται

(그는) 먹어치워지자

쌍수 κατεσθίησθον

(너희 둘은) 먹어치워지자

κατεσθίησθον

(그 둘은) 먹어치워지자

복수 κατεσθιώμεθα

(우리는) 먹어치워지자

κατεσθίησθε

(너희는) 먹어치워지자

κατεσθίωνται

(그들은) 먹어치워지자

기원법단수 κατεσθιοίμην

(나는) 먹어치워지기를 (바라다)

κατεσθίοιο

(너는) 먹어치워지기를 (바라다)

κατεσθίοιτο

(그는) 먹어치워지기를 (바라다)

쌍수 κατεσθίοισθον

(너희 둘은) 먹어치워지기를 (바라다)

κατεσθιοίσθην

(그 둘은) 먹어치워지기를 (바라다)

복수 κατεσθιοίμεθα

(우리는) 먹어치워지기를 (바라다)

κατεσθίοισθε

(너희는) 먹어치워지기를 (바라다)

κατεσθίοιντο

(그들은) 먹어치워지기를 (바라다)

명령법단수 κατεσθίου

(너는) 먹어치워져라

κατεσθιέσθω

(그는) 먹어치워져라

쌍수 κατεσθίεσθον

(너희 둘은) 먹어치워져라

κατεσθιέσθων

(그 둘은) 먹어치워져라

복수 κατεσθίεσθε

(너희는) 먹어치워져라

κατεσθιέσθων, κατεσθιέσθωσαν

(그들은) 먹어치워져라

부정사 κατεσθίεσθαι

먹어치워지는 것

분사 남성여성중성
κατεσθιομενος

κατεσθιομενου

κατεσθιομενη

κατεσθιομενης

κατεσθιομενον

κατεσθιομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέδομαι

(나는) 먹어치우겠다

κατέδει, κατέδῃ

(너는) 먹어치우겠다

κατέδεται

(그는) 먹어치우겠다

쌍수 κατέδεσθον

(너희 둘은) 먹어치우겠다

κατέδεσθον

(그 둘은) 먹어치우겠다

복수 κατεδόμεθα

(우리는) 먹어치우겠다

κατέδεσθε

(너희는) 먹어치우겠다

κατέδονται

(그들은) 먹어치우겠다

기원법단수 κατεδοίμην

(나는) 먹어치우겠기를 (바라다)

κατέδοιο

(너는) 먹어치우겠기를 (바라다)

κατέδοιτο

(그는) 먹어치우겠기를 (바라다)

쌍수 κατέδοισθον

(너희 둘은) 먹어치우겠기를 (바라다)

κατεδοίσθην

(그 둘은) 먹어치우겠기를 (바라다)

복수 κατεδοίμεθα

(우리는) 먹어치우겠기를 (바라다)

κατέδοισθε

(너희는) 먹어치우겠기를 (바라다)

κατέδοιντο

(그들은) 먹어치우겠기를 (바라다)

부정사 κατέδεσθαι

먹어치울 것

분사 남성여성중성
κατεδομενος

κατεδομενου

κατεδομενη

κατεδομενης

κατεδομενον

κατεδομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῆσθιον

(나는) 먹어치우고 있었다

κατῆσθιες

(너는) 먹어치우고 있었다

κατῆσθιεν*

(그는) 먹어치우고 있었다

쌍수 κατήσθιετον

(너희 둘은) 먹어치우고 있었다

κατησθῖετην

(그 둘은) 먹어치우고 있었다

복수 κατήσθιομεν

(우리는) 먹어치우고 있었다

κατήσθιετε

(너희는) 먹어치우고 있었다

κατῆσθιον

(그들은) 먹어치우고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατησθῖομην

(나는) 먹어치워지고 있었다

κατήσθιου

(너는) 먹어치워지고 있었다

κατήσθιετο

(그는) 먹어치워지고 있었다

쌍수 κατήσθιεσθον

(너희 둘은) 먹어치워지고 있었다

κατησθῖεσθην

(그 둘은) 먹어치워지고 있었다

복수 κατησθῖομεθα

(우리는) 먹어치워지고 있었다

κατήσθιεσθε

(너희는) 먹어치워지고 있었다

κατήσθιοντο

(그들은) 먹어치워지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέφαγον

(나는) 먹어치우었다

κατέφαγες

(너는) 먹어치우었다

κατέφαγεν*

(그는) 먹어치우었다

쌍수 κατεφάγετον

(너희 둘은) 먹어치우었다

κατεφαγέτην

(그 둘은) 먹어치우었다

복수 κατεφάγομεν

(우리는) 먹어치우었다

κατεφάγετε

(너희는) 먹어치우었다

κατέφαγον

(그들은) 먹어치우었다

명령법단수 καταφάγε

(너는) 먹어치우었어라

καταφαγέτω

(그는) 먹어치우었어라

쌍수 καταφάγετον

(너희 둘은) 먹어치우었어라

καταφαγέτων

(그 둘은) 먹어치우었어라

복수 καταφάγετε

(너희는) 먹어치우었어라

καταφαγόντων

(그들은) 먹어치우었어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔκγονον κακὸν μαχαίρασ τοὺσ ὀδόντασ ἔχει καὶ τὰσ μύλασ τομίδασ, ὥστε ἀναλίσκειν καὶ κατεσθίειν τοὺσ ταπεινοὺσ ἀπὸ τῆσ γῆσ καὶ τοὺσ πένητασ αὐτῶν ἐξ ἀνθρώπων. ̀ρ̀ν̀ρ̀ν̀ρ̀ν̀ρ̀ν . Ταῦτα δὲ λέγω ὑμῖν τοῖσ σοφοῖσ ἐπιγινώσκειν. αἰδεῖσθαι πρόσωπον ἐν κρίσει οὐ καλόν. (Septuagint, Liber Proverbiorum 24:40)

    (70인역 성경, 잠언 24:40)

  • εἶδεσ ὦ εἶδεσ ὦ πᾶσα πόλι τὸν φρόνιμον ἄνδρα τὸν ὑπέρσοφον, οἷ’ ἔχει σπεισάμενοσ ἐμπορικὰ χρήματα διεμπολᾶν, ὧν τὰ μὲν ἐν οἰκίᾳ χρήσιμα, τὰ δ’ αὖ πρέπει χλιαρὰ κατεσθίειν. (Aristophanes, Acharnians, Choral, strophe1)

    (아리스토파네스, Acharnians, Choral, strophe1)

  • οὐ σκαιὸσ ἦν ἄνθρωποσ, ἀλλ’ ἠπίστατο γραὸσ καπρώσησ τἀφόδια κατεσθίειν. (Aristophanes, Plutus, Episode 1:17)

    (아리스토파네스, Plutus, Episode 1:17)

  • μέμνησό νυν δάκνειν διαβάλλειν, τοὺσ λόφουσ κατεσθίειν, χὤπωσ τὰ κάλλαἰ ἀποφαγὼν ἥξεισ πάλιν. (Aristotle, Episode24)

    (아리스토텔레스, Episode24)

  • Ζήνων δ’ ὁ Κιτιεὺσ ὁ τῆσ στοᾶσ κτίστησ πρὸσ τὸν ὀψοφάγον ᾧ συνέζη ἐπὶ πλείονα χρόνον, καθά φησιν Ἀντίγονοσ ὁ Καρύστιοσ ἐν τῷ Ζήνωνοσ βίῳ, μεγάλου τινὸσ κατὰ τύχην ἰχθύοσ παρατεθέντοσ, ἄλλου δ’ οὐδενὸσ παρεσκευασμένου, λαβὼν ὅλον ὁ Ζήνων ἀπὸ τοῦ πίνακοσ οἱο͂σ ἦν κατεσθίειν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 35 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 35 1:4)

유의어

  1. 먹어치우다

  2. to eat up or devour

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION