헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκατεσθίω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκατεσθίω συγκατέδομαι συγκατέφαγον συγκατεδήδοκα

형태분석: συγ (접두사) + κατ (접두사) + ἐσθί (어간) + ω (인칭어미)

  1. to eat up, devour with or together

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατεσθίω

συγκατεσθίεις

συγκατεσθίει

쌍수 συγκατεσθίετον

συγκατεσθίετον

복수 συγκατεσθίομεν

συγκατεσθίετε

συγκατεσθίουσιν*

접속법단수 συγκατεσθίω

συγκατεσθίῃς

συγκατεσθίῃ

쌍수 συγκατεσθίητον

συγκατεσθίητον

복수 συγκατεσθίωμεν

συγκατεσθίητε

συγκατεσθίωσιν*

기원법단수 συγκατεσθίοιμι

συγκατεσθίοις

συγκατεσθίοι

쌍수 συγκατεσθίοιτον

συγκατεσθιοίτην

복수 συγκατεσθίοιμεν

συγκατεσθίοιτε

συγκατεσθίοιεν

명령법단수 συγκατέσθιε

συγκατεσθιέτω

쌍수 συγκατεσθίετον

συγκατεσθιέτων

복수 συγκατεσθίετε

συγκατεσθιόντων, συγκατεσθιέτωσαν

부정사 συγκατεσθίειν

분사 남성여성중성
συγκατεσθιων

συγκατεσθιοντος

συγκατεσθιουσα

συγκατεσθιουσης

συγκατεσθιον

συγκατεσθιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκατεσθίομαι

συγκατεσθίει, συγκατεσθίῃ

συγκατεσθίεται

쌍수 συγκατεσθίεσθον

συγκατεσθίεσθον

복수 συγκατεσθιόμεθα

συγκατεσθίεσθε

συγκατεσθίονται

접속법단수 συγκατεσθίωμαι

συγκατεσθίῃ

συγκατεσθίηται

쌍수 συγκατεσθίησθον

συγκατεσθίησθον

복수 συγκατεσθιώμεθα

συγκατεσθίησθε

συγκατεσθίωνται

기원법단수 συγκατεσθιοίμην

συγκατεσθίοιο

συγκατεσθίοιτο

쌍수 συγκατεσθίοισθον

συγκατεσθιοίσθην

복수 συγκατεσθιοίμεθα

συγκατεσθίοισθε

συγκατεσθίοιντο

명령법단수 συγκατεσθίου

συγκατεσθιέσθω

쌍수 συγκατεσθίεσθον

συγκατεσθιέσθων

복수 συγκατεσθίεσθε

συγκατεσθιέσθων, συγκατεσθιέσθωσαν

부정사 συγκατεσθίεσθαι

분사 남성여성중성
συγκατεσθιομενος

συγκατεσθιομενου

συγκατεσθιομενη

συγκατεσθιομενης

συγκατεσθιομενον

συγκατεσθιομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀφύαι δὲ καὶ μεμβράδεσ καὶ τριχίδεσ καὶ τἄλλα ὅσων συγκατεσθίομεν τὰσ ἀκάνθασ, ταῦτα πάντα τὴν πέψιν φυσώδη ποιεῖ, τὴν δὲ τροφὴν δίδωσιν ὑγράν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 551)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 551)

유의어

  1. to eat up

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION