Ancient Greek-English Dictionary Language

κατάρατος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κατάρατος κατάρατον

Structure: καταρατ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: katara/omai

Sense

  1. accursed, abominable

Examples

  • Δοσίθεοσ δέ τισ τῶν τοῦ Βακήνοροσ, ἔφιπποσ ἀνὴρ καὶ καρτερόσ, εἴχετο τοῦ Γοργίου καὶ λαβόμενοσ τῆσ χλαμύδοσ ἦγεν αὐτὸν εὐρώστωσ καὶ βουλόμενοσ τὸν κατάρατον λαβεῖν ζωγρίαν, τῶν ἱππέων Θρακῶν τινοσ ἐπενεχθέντοσ αὐτῷ καὶ τὸν ὦμον καθελόντοσ διέφυγεν ὁ Γοργίασ εἰσ Μαρισά. (Septuagint, Liber Maccabees II 12:35)
  • ἐξηπάτησα τὸ κατάρατον γρᾴδιον· (Aristophanes, Ecclesiazusae, Lyric-Scene, antistrophe6)
  • ἀμαθέσ γ’ εἶ καὶ κατάρατον. (Aristophanes, Peace, Episode, dactyls2)
  • τὸν δὲ κατάρατον τοῦτον, ὃσ ἀγαθὸν μὲν ὑμᾶσ οὐδεπώποτε πεποίηκεν ἐξ οὗ πρὸσ τὴν πόλιν προσελήλυθε, κακὸν δ’ ὅ τι δυνατόσ ἐστιν, ἀφήσετε; (Dinarchus, Speeches, 19:1)
  • βάλλε βάλλε τὸν κατάρατον ἀφθόνοισ τοῖσ λίθοισ· (Lucian, Piscator, (no name) 1:1)
  • "ἔτι δὲ ἡμῶν διαλεγομένων κατάρατόν τι κυνίδιον ὑπὸ τῇ κλίνῃ ὂν Μελιταῖον ὑλάκτησεν, ἡ δὲ ἠφανίσθη πρὸσ τὴν ὑλακήν. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 22:48)

Synonyms

  1. accursed

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION