헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταράομαι

α 축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταράομαι καταράσομαι

형태분석: κατ (접두사) + ἀρά (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 저주하다, 질색하다, 악담을 하다, 악담하다, 욕하다, 마법을 걸다
  1. to call down curses upon, imprecate upon, they pray, to curse, execrate
  2. to utter imprecations
  3. accursed

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάρωμαι

(나는) 저주한다

κατάρᾳ

(너는) 저주한다

κατάρᾱται

(그는) 저주한다

쌍수 κατάρᾱσθον

(너희 둘은) 저주한다

κατάρᾱσθον

(그 둘은) 저주한다

복수 καταρῶμεθα

(우리는) 저주한다

κατάρᾱσθε

(너희는) 저주한다

κατάρωνται

(그들은) 저주한다

접속법단수 κατάρωμαι

(나는) 저주하자

κατάρῃ

(너는) 저주하자

κατάρηται

(그는) 저주하자

쌍수 κατάρησθον

(너희 둘은) 저주하자

κατάρησθον

(그 둘은) 저주하자

복수 καταρώμεθα

(우리는) 저주하자

κατάρησθε

(너희는) 저주하자

κατάρωνται

(그들은) 저주하자

기원법단수 καταρῷμην

(나는) 저주하기를 (바라다)

κατάρῳο

(너는) 저주하기를 (바라다)

κατάρῳτο

(그는) 저주하기를 (바라다)

쌍수 κατάρῳσθον

(너희 둘은) 저주하기를 (바라다)

καταρῷσθην

(그 둘은) 저주하기를 (바라다)

복수 καταρῷμεθα

(우리는) 저주하기를 (바라다)

κατάρῳσθε

(너희는) 저주하기를 (바라다)

κατάρῳντο

(그들은) 저주하기를 (바라다)

명령법단수 κατάρω

(너는) 저주해라

καταρᾶσθω

(그는) 저주해라

쌍수 κατάρᾱσθον

(너희 둘은) 저주해라

καταρᾶσθων

(그 둘은) 저주해라

복수 κατάρᾱσθε

(너희는) 저주해라

καταρᾶσθων, καταρᾶσθωσαν

(그들은) 저주해라

부정사 κατάρᾱσθαι

저주하는 것

분사 남성여성중성
καταρωμενος

καταρωμενου

καταρωμενη

καταρωμενης

καταρωμενον

καταρωμενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταράσομαι

(나는) 저주하겠다

καταράσει, καταράσῃ

(너는) 저주하겠다

καταράσεται

(그는) 저주하겠다

쌍수 καταράσεσθον

(너희 둘은) 저주하겠다

καταράσεσθον

(그 둘은) 저주하겠다

복수 καταρασόμεθα

(우리는) 저주하겠다

καταράσεσθε

(너희는) 저주하겠다

καταράσονται

(그들은) 저주하겠다

기원법단수 καταρασοίμην

(나는) 저주하겠기를 (바라다)

καταράσοιο

(너는) 저주하겠기를 (바라다)

καταράσοιτο

(그는) 저주하겠기를 (바라다)

쌍수 καταράσοισθον

(너희 둘은) 저주하겠기를 (바라다)

καταρασοίσθην

(그 둘은) 저주하겠기를 (바라다)

복수 καταρασοίμεθα

(우리는) 저주하겠기를 (바라다)

καταράσοισθε

(너희는) 저주하겠기를 (바라다)

καταράσοιντο

(그들은) 저주하겠기를 (바라다)

부정사 καταράσεσθαι

저주할 것

분사 남성여성중성
καταρασομενος

καταρασομενου

καταρασομενη

καταρασομενης

καταρασομενον

καταρασομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηρῶμην

(나는) 저주하고 있었다

κατήρω

(너는) 저주하고 있었다

κατήρᾱτο

(그는) 저주하고 있었다

쌍수 κατήρᾱσθον

(너희 둘은) 저주하고 있었다

κατηρᾶσθην

(그 둘은) 저주하고 있었다

복수 κατηρῶμεθα

(우리는) 저주하고 있었다

κατήρᾱσθε

(너희는) 저주하고 있었다

κατήρωντο

(그들은) 저주하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τί ἀράσωμαι ὃν μὴ ἀρᾶται Κύριοσ, ἢ τί καταράσωμαι ὃν μὴ καταρᾶται ὁ Θεόσ̣ (Septuagint, Liber Numeri 23:8)

    (70인역 성경, 민수기 23:8)

  • καὶ ἐθυμώθη Βαλὰκ ἐπὶ Βαλαὰμ καὶ συνεκρότησε ταῖσ χερσὶν αὐτοῦ, καὶ εἶπε Βαλὰκ πρὸσ Βαλαάμ. καταρᾶσθαι τὸν ἐχθρόν μου κέκληκά σε, καὶ ἰδοὺ εὐλογῶν εὐλόγησασ τρίτον τοῦτο. (Septuagint, Liber Numeri 24:10)

    (70인역 성경, 민수기 24:10)

  • καταρᾶσθε Μηρώζ, εἶπεν ἄγγελοσ Κυρίου, καταρᾶσθε, ἐπικατάρατοσ πᾶσ ὁ κατοικῶν αὐτήν, ὅτι οὐκ ἤλθοσαν εἰσ βοήθειαν Κυρίου, εἰσ βοήθειαν ἐν δυνατοῖσ. (Septuagint, Liber Iudicum 5:23)

    (70인역 성경, 판관기 5:23)

  • καὶ οὕτωσ ἔλεγε Σεμεί̈ ἐν τῷ καταρᾶσθαι αὐτόν. ἔξελθε, ἔξελθε ἀνὴρ αἱμάτων καὶ ἀνὴρ ὁ παράνομοσ. (Septuagint, Liber II Samuelis 16:7)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 16:7)

유의어

  1. to utter imprecations

  2. accursed

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION