고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: καταφρονητικός καταφρονητική καταφρονητικόν
Structure: καταφρονητικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | καταφρονητικός | καταφρονητική | καταφρονητικόν |
Genitive | καταφρονητικοῦ | καταφρονητικῆς | καταφρονητικοῦ | |
Dative | καταφρονητικῷ | καταφρονητικῇ | καταφρονητικῷ | |
Accusative | καταφρονητικόν | καταφρονητικήν | καταφρονητικόν | |
Vocative | καταφρονητικέ | καταφρονητική | καταφρονητικόν | |
Dual | N/A/V | καταφρονητικώ | καταφρονητικᾱ́ | καταφρονητικώ |
G/D | καταφρονητικοῖν | καταφρονητικαῖν | καταφρονητικοῖν | |
Plural | Nominative | καταφρονητικοί | καταφρονητικαί | καταφρονητικά |
Genitive | καταφρονητικῶν | καταφρονητικῶν | καταφρονητικῶν | |
Dative | καταφρονητικοῖς | καταφρονητικαῖς | καταφρονητικοῖς | |
Accusative | καταφρονητικούς | καταφρονητικᾱ́ς | καταφρονητικά | |
Vocative | καταφρονητικοί | καταφρονητικαί | καταφρονητικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | καταφρονητικός καταφρονητικοῦ | καταφρονητικότερος καταφρονητικοτεροῦ | καταφρονητικότατος καταφρονητικοτατοῦ |
Adverb | καταφρονητικώς | καταφρονητικότερον | καταφρονητικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Ancient Greek entries from Wiktionary
Find this word at Wiktionary고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기