Ancient Greek-English Dictionary Language

καρποφόρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καρποφόρος καρποφόρον

Structure: καρποφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. fruit-bearing, fruitful

Examples

  • γῆν καρποφόρον εἰσ ἅλμην ἀπὸ κακίασ τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ. (Septuagint, Liber Psalmorum 106:34)
  • ἐγὼ δὲ ἐφύτευσά σε ἄμπελον καρποφόρον πᾶσαν ἀληθινήν. πῶσ ἐστράφησ εἰσ πικρίαν, ἡ ἄμπελοσ ἡ ἀλλοτρία̣ (Septuagint, Liber Ieremiae 2:20)
  • ὕδωρ καρποφόρον, δεῖ πάντοτε καὶ καθ’ αὑτὸ ἀναφέρειν καρπούσ· (Plutarch, Aquane an ignis sit utilior, chapter, section 9 10:1)
  • ἄγε νυν ἑτέραν ὕμνων ἰδέαν τὴν καρποφόρον βασίλειαν Δήμητρα θεὰν ἐπικοσμοῦντεσ ζαθέαισ μολπαῖσ κελαδεῖτε. (Aristophanes, Frogs, Parodos, anapests1)
  • ὀμνύουσι γὰρ ὁρ́οισ χρήσασθαι τῆσ Ἀττικῆσ πυροῖσ, κριθαῖσ, ἀμπέλοισ, ἐλαίαισ, οἰκείαν ποιεῖσθαι διδασκόμενοι τὴν ἥμερον καὶ καρποφόρον. (Plutarch, , chapter 15 4:2)

Synonyms

  1. fruit-bearing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION