헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καρποφόρος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καρποφόρος καρποφόρον

형태분석: καρποφορ (어간) + ος (어미)

어원: fe/rw

  1. 비옥한, 다작인, 기름진
  1. fruit-bearing, fruitful

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 καρποφόρος

비옥한 (이)가

καρπόφορον

비옥한 (것)가

속격 καρποφόρου

비옥한 (이)의

καρποφόρου

비옥한 (것)의

여격 καρποφόρῳ

비옥한 (이)에게

καρποφόρῳ

비옥한 (것)에게

대격 καρποφόρον

비옥한 (이)를

καρπόφορον

비옥한 (것)를

호격 καρποφόρε

비옥한 (이)야

καρπόφορον

비옥한 (것)야

쌍수주/대/호 καρποφόρω

비옥한 (이)들이

καρποφόρω

비옥한 (것)들이

속/여 καρποφόροιν

비옥한 (이)들의

καρποφόροιν

비옥한 (것)들의

복수주격 καρποφόροι

비옥한 (이)들이

καρπόφορα

비옥한 (것)들이

속격 καρποφόρων

비옥한 (이)들의

καρποφόρων

비옥한 (것)들의

여격 καρποφόροις

비옥한 (이)들에게

καρποφόροις

비옥한 (것)들에게

대격 καρποφόρους

비옥한 (이)들을

καρπόφορα

비옥한 (것)들을

호격 καρποφόροι

비옥한 (이)들아

καρπόφορα

비옥한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ὁρ́α δέ, εἰ καὶ μελέτησ ἕνεκα τοῦ εὐχαρίστου τὰσ τοιαύτασ ἐφιέντεσ ὑπερβολὰσ οὐκ ἀτόπωσ οἱ παλαιοὶ καὶ δρῦσ ἐσέβοντο καρποφόρουσ, καὶ συκῆν τινα προσηγόρευσαν ἱερὰν Ἀθηναῖοι καὶ μορίαν ἐκκόπτειν ἀπαγορεύουσι· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 7, 11:7)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 7, 11:7)

  • καίτοι οὐκ ἀμάρτυρον αὑτὸν ἀφῆκεν ἀγαθουργῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺσ διδοὺσ καὶ καιροὺσ καρποφόρουσ, ἐμπιπλῶν τροφῆσ καὶ εὐφροσύνησ τὰσ καρδίασ ὑμῶν. (, chapter 14 18:1)

    (, chapter 14 18:1)

  • ἔστι δὲ καὶ Δήμητροσ ἐν Τεγέᾳ καὶ Κόρησ ναόσ, ἃσ ἐπονομάζουσι Καρποφόρουσ, πλησίον δὲ Ἀφροδίτησ καλουμένησ Παφίασ· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 53 9:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 53 9:1)

유의어

  1. 비옥한

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION