Ancient Greek-English Dictionary Language

καρποφόρος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καρποφόρος καρποφόρον

Structure: καρποφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. fruit-bearing, fruitful

Examples

  • τὰ ὄρη καὶ πάντεσ οἱ βουνοί, ξύλα καρποφόρα καὶ πᾶσαι κέδροι. (Septuagint, Liber Psalmorum 148:9)
  • δι’ ἀέροσ εἴθε ποτανοὶ γενοίμεσθ’ ᾇ Λιβύασ οἰωνοὶ στοχάδεσ ὄμβρον λιποῦσαι χειμέριον νίσονται πρεσβυτάτᾳ σύριγγι πειθόμεναι ποιμένοσ, ὃσ ἄβροχα πεδία καρποφόρα τε γᾶσ ἐπιπετόμενοσ ἰαχεῖ. (Euripides, Helen, choral, strophe 21)
  • διὸ καὶ τῶν δένδρων τὰ μὲν καρποφόρα καλὰ προσαγορεύει· (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 45 2:1)
  • καθάπερ Ἀρχίλοχοσ τῆσ Θάσου τὰ καρποφόρα καὶ οἰνόπεδα παρορῶν διὰ τὸ τραχὺ καὶ ἀνώμαλον διέβαλε τὴν νῆσον εἰπών· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 5)
  • ἅπασαν τὴν πολεμίαν διεξῄει ἀρούρασ τε ἀκμαῖον ἤδη τὸ σιτικὸν θέροσ ἐχούσασ πυρὶ διδοὺσ καὶ δένδρα καρποφόρα κείρων. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 19, chapter 7 4:1)

Synonyms

  1. fruit-bearing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION