헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθικετεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθικετεύω καθικετεύσω

형태분석: κατ (접두사) + ἱκετεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 간청하다
  1. to beg earnestly
  2. to offer earnest prayers

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθικετεύω

(나는) 간청한다

καθικετεύεις

(너는) 간청한다

καθικετεύει

(그는) 간청한다

쌍수 καθικετεύετον

(너희 둘은) 간청한다

καθικετεύετον

(그 둘은) 간청한다

복수 καθικετεύομεν

(우리는) 간청한다

καθικετεύετε

(너희는) 간청한다

καθικετεύουσιν*

(그들은) 간청한다

접속법단수 καθικετεύω

(나는) 간청하자

καθικετεύῃς

(너는) 간청하자

καθικετεύῃ

(그는) 간청하자

쌍수 καθικετεύητον

(너희 둘은) 간청하자

καθικετεύητον

(그 둘은) 간청하자

복수 καθικετεύωμεν

(우리는) 간청하자

καθικετεύητε

(너희는) 간청하자

καθικετεύωσιν*

(그들은) 간청하자

기원법단수 καθικετεύοιμι

(나는) 간청하기를 (바라다)

καθικετεύοις

(너는) 간청하기를 (바라다)

καθικετεύοι

(그는) 간청하기를 (바라다)

쌍수 καθικετεύοιτον

(너희 둘은) 간청하기를 (바라다)

καθικετευοίτην

(그 둘은) 간청하기를 (바라다)

복수 καθικετεύοιμεν

(우리는) 간청하기를 (바라다)

καθικετεύοιτε

(너희는) 간청하기를 (바라다)

καθικετεύοιεν

(그들은) 간청하기를 (바라다)

명령법단수 καθικέτευε

(너는) 간청해라

καθικετευέτω

(그는) 간청해라

쌍수 καθικετεύετον

(너희 둘은) 간청해라

καθικετευέτων

(그 둘은) 간청해라

복수 καθικετεύετε

(너희는) 간청해라

καθικετευόντων, καθικετευέτωσαν

(그들은) 간청해라

부정사 καθικετεύειν

간청하는 것

분사 남성여성중성
καθικετευων

καθικετευοντος

καθικετευουσα

καθικετευουσης

καθικετευον

καθικετευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθικετεύομαι

(나는) 간청된다

καθικετεύει, καθικετεύῃ

(너는) 간청된다

καθικετεύεται

(그는) 간청된다

쌍수 καθικετεύεσθον

(너희 둘은) 간청된다

καθικετεύεσθον

(그 둘은) 간청된다

복수 καθικετευόμεθα

(우리는) 간청된다

καθικετεύεσθε

(너희는) 간청된다

καθικετεύονται

(그들은) 간청된다

접속법단수 καθικετεύωμαι

(나는) 간청되자

καθικετεύῃ

(너는) 간청되자

καθικετεύηται

(그는) 간청되자

쌍수 καθικετεύησθον

(너희 둘은) 간청되자

καθικετεύησθον

(그 둘은) 간청되자

복수 καθικετευώμεθα

(우리는) 간청되자

καθικετεύησθε

(너희는) 간청되자

καθικετεύωνται

(그들은) 간청되자

기원법단수 καθικετευοίμην

(나는) 간청되기를 (바라다)

καθικετεύοιο

(너는) 간청되기를 (바라다)

καθικετεύοιτο

(그는) 간청되기를 (바라다)

쌍수 καθικετεύοισθον

(너희 둘은) 간청되기를 (바라다)

καθικετευοίσθην

(그 둘은) 간청되기를 (바라다)

복수 καθικετευοίμεθα

(우리는) 간청되기를 (바라다)

καθικετεύοισθε

(너희는) 간청되기를 (바라다)

καθικετεύοιντο

(그들은) 간청되기를 (바라다)

명령법단수 καθικετεύου

(너는) 간청되어라

καθικετευέσθω

(그는) 간청되어라

쌍수 καθικετεύεσθον

(너희 둘은) 간청되어라

καθικετευέσθων

(그 둘은) 간청되어라

복수 καθικετεύεσθε

(너희는) 간청되어라

καθικετευέσθων, καθικετευέσθωσαν

(그들은) 간청되어라

부정사 καθικετεύεσθαι

간청되는 것

분사 남성여성중성
καθικετευομενος

καθικετευομενου

καθικετευομενη

καθικετευομενης

καθικετευομενον

καθικετευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθῑ́κετευον

(나는) 간청하고 있었다

καθῑ́κετευες

(너는) 간청하고 있었다

καθῑ́κετευεν*

(그는) 간청하고 있었다

쌍수 καθῑ́κετευετον

(너희 둘은) 간청하고 있었다

καθῑκε͂τευετην

(그 둘은) 간청하고 있었다

복수 καθῑκε͂τευομεν

(우리는) 간청하고 있었다

καθῑ́κετευετε

(너희는) 간청하고 있었다

καθῑ́κετευον

(그들은) 간청하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθῑκέτευομην

(나는) 간청되고 있었다

καθῑκε͂τευου

(너는) 간청되고 있었다

καθῑ́κετευετο

(그는) 간청되고 있었다

쌍수 καθῑ́κετευεσθον

(너희 둘은) 간청되고 있었다

καθῑκε͂τευεσθην

(그 둘은) 간청되고 있었다

복수 καθῑκέτευομεθα

(우리는) 간청되고 있었다

καθῑ́κετευεσθε

(너희는) 간청되고 있었다

καθῑκε͂τευοντο

(그들은) 간청되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τῆσ Ἰταλίασ, διὸ καὶ τὸν Κάτωνα πολλὰ μὲν αἱ γυναῖκεσ οἴκοι δακρύουσαι καθικέτευον εἶξαι καὶ ὀμόσαι, πολλὰ δὲ οἱ φίλοι καὶ συνήθεισ, ὁ δὲ μάλιστα συμπείσασ καὶ ἀγαγὼν ἐπὶ τὸν ὁρ́κον ἦν Κικέρων ὁ ῥήτωρ, παραινῶν καὶ διδάσκων ὡσ τάχα μὲν οὐδὲ δίκαιόν ἐστι τοῖσ ἐγνωσμένοισ κοινῇ μόνον οἰέσθαι δεῖν ἀπειθεῖν, ἐν δὲ ἀδυνάτῳ τῷ μεταστῆσαί τι τῶν γεγονότων ἀφειδεῖν ἑαυτοῦ παντάπασιν ἀνόητον καὶ μανικόν ἔσχατον δὲ κακῶν, εἰ δι’ ἣν ἅπαντα πράττει πόλιν ἀφεὶσ καὶ προέμενοσ τοῖσ ἐπιβουλεύουσιν ὥσπερ ἄσμενοσ ἀπαλλάξεται τῶν ὑπὲρ αὐτῆσ ἀγώνων καὶ γὰρ εἰ μὴ Κάτων τῆσ Ῥώμησ, ἀλλ’ ἡ Ῥώμη δεῖται Κάτωνοσ, δέονται δὲ καὶ οἱ φίλοι πάντεσ· (Plutarch, Cato the Younger, chapter 32 4:1)

    (플루타르코스, Cato the Younger, chapter 32 4:1)

  • ἀπωσαμένου δ’ ἐκείνου καὶ καταφρονήσαντοσ, οὕτω παραλαβὼν τῶν μὲν οἰκείων Αἰσχύλον, ἀδελφόν ὄντα τῆσ Τιμοφάνουσ γυναικόσ, τῶν δὲ φίλων τὸν μάντιν ὃν Σάτυρον μὲν Θεόπομποσ, Ἔφοροσ δὲ καὶ Τίμαιοσ Ὀρθαγόραν ὀνομάζουσι, καὶ διαλιπὼν ἡμέρασ ὀλίγασ αὖθισ ἀνέβη πρὸσ τὸν ἀδελφόν καὶ περιστάντεσ αὐτὸν οἱ τρεῖσ καθικέτευον ἀλλὰ νῦν γε χρησάμενον λογισμῷ μεταβαλέσθαι. (Plutarch, Timoleon, chapter 4 4:1)

    (플루타르코스, Timoleon, chapter 4 4:1)

  • Ιοὐδαῖοι δὲ μετὰ γυναικῶν καὶ τέκνων ἀθροισθέντεσ εἰσ τὸ πεδίον τὸ πρὸσ Πτολεμαί̈δι καθικέτευον τὸν Πετρώνιον ὑπὲρ τῶν πατρίων νόμων πρῶτον, ἔπειτα ὑπὲρ αὑτῶν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 252:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 252:1)

  • Καὶ οἱ μὲν πρεσβευταὶ Οὐηράνιόσ τε καὶ Βρόγχοσ, δήμαρχοι δὲ ἦσαν ἀμφότεροι, τοῖσδε ἐχρῶντο τοῖσ λόγοισ καὶ καθικέτευον τοῖσ γόνασιν αὐτοῦ προσπεσόντεσ μηδαμῶσ πολέμοισ καὶ κακοῖσ ἐμβαλεῖν τὴν πόλιν, θεωροῦντεσ στρατιᾶσ πληθύι τὸν Κλαύδιον πεφραγμένον καὶ τὸ μηδὲν τοὺσ ὑπάτουσ ὄντασ συγκρίσει τῇ πρὸσ αὐτόν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 19 266:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 19 266:1)

유의어

  1. 간청하다

  2. to offer earnest prayers

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION