헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθαρισμός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθαρισμός καθαρισμοῦ

형태분석: καθαρισμ (어간) + ος (어미)

어원: later form for kaqarmo/s, NTest.

  1. 정화, 씻음, 속죄
  2. 보상, 속죄
  3. 정화, 씻음
  1. cleansing, purification
  2. atonement
  3. purging, discharge

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 καθαρισμός

정화가

καθαρισμώ

정화들이

καθαρισμοί

정화들이

속격 καθαρισμοῦ

정화의

καθαρισμοῖν

정화들의

καθαρισμῶν

정화들의

여격 καθαρισμῷ

정화에게

καθαρισμοῖν

정화들에게

καθαρισμοῖς

정화들에게

대격 καθαρισμόν

정화를

καθαρισμώ

정화들을

καθαρισμούς

정화들을

호격 καθαρισμέ

정화야

καθαρισμώ

정화들아

καθαρισμοί

정화들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸ μοσχάριον τῆσ ἁμαρτίασ ποιήσεισ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ καθαρισμοῦ καὶ καθαριεῖσ τὸ θυσιαστήριον ἐν τῷ ἁγιάζειν σε ἐπ̓ αὐτῷ καὶ χρίσεισ αὐτὸ ὥστε ἁγιάσαι αὐτό. (Septuagint, Liber Exodus 29:36)

    (70인역 성경, 탈출기 29:36)

  • καὶ ἐξιλάσεται ἐπ̓ αὐτοῦ Ἀαρὼν ἐπὶ τῶν κεράτων αὐτοῦ ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ. ἀπὸ τοῦ αἵματοσ τοῦ καθαρισμοῦ καθαριεῖ αὐτὸ εἰσ γενεὰσ αὐτῶν. ἅγιον τῶν ἁγίων ἐστὶ Κυρίῳ. (Septuagint, Liber Exodus 30:10)

    (70인역 성경, 탈출기 30:10)

  • καὶ ἐφύλαξαν φυλακὰσ Θεοῦ αὐτῶν καὶ φυλακὰσ τοῦ καθαρισμοῦ καὶ τοὺσ ᾄδοντασ καὶ τοὺσ πυλωρούσ, ὡσ ἐντολαὶ Δαυὶδ καὶ Σαλωμὼν υἱοῦ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Nehemiae 12:41)

    (70인역 성경, 느헤미야기 12:41)

  • κατέλυσασ ἀπὸ καθαρισμοῦ αὐτοῦ, τὸν θρόνον αὐτοῦ εἰσ τὴν γῆν κατέρραξασ. (Septuagint, Liber Psalmorum 88:45)

    (70인역 성경, 시편 88:45)

  • καὶ λέγει αὐτῷ Ὅρα μηδενὶ μηδὲν εἴπῃσ, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου ἃ προσέταξεν Μωυσῆσ εἰσ μαρτύριον αὐτοῖσ. (, chapter 1 51:1)

    (, chapter 1 51:1)

유의어

  1. 정화

  2. 보상

  3. 정화

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION