Ancient Greek-English Dictionary Language

κάμινος

Second declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κάμινος

Etym.: kai/w

Sense

  1. an oven, furnace, kiln, baking

Examples

  • στηρίζων δὲ ὀφθαλμοὺσ αὐτοῦ διαλογίζεται διεστραμμένα, ὁρίζει δὲ τοῖσ χείλεσιν αὐτοῦ πάντα τὰ κακά. οὗτοσ κάμινόσ ἐστι κακίασ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 16:26)
  • σκεύη κεραμέωσ δοκιμάζει κάμινοσ, καὶ πειρασμὸσ ἀνθρώπου ἐν διαλογισμῷ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 27:5)
  • κάμινοσ δοκιμάζει στόμωμα ἐν βαφῇ, οὕτωσ οἶνοσ καρδίασ ἐν μάχῃ ὑπερηφάνων. (Septuagint, Liber Sirach 31:26)
  • ἐπεὶ τὸ ρῆμα τοῦ βασιλέωσ ὑπερίσχυσε καὶ ἡ κάμινοσ ἐξεκαύθη ἐκ περισσοῦ. (Septuagint, Prophetia Danielis 3:22)
  • καὶ οὐχ οὕτωσ οἱ περὶ τὸν Δανιὴλ λέοντεσ ἦσαν ἄγριοι, οὐδὲ ἡ κατὰ τὸν Μισαὴλ ἐκφλεγομένη κάμινοσ λαβροτάτῳ πυρί, ὡσ ἡ τῆσ φιλοτεκνίασ περιέκαιεν ἐκείνην φύσισ, ὁρῶσαν αὐτῆσ οὕτωσ ποικίλωσ τοὺσ ἑπτὰ υἱοὺσ βασανιζομένουσ. (Septuagint, Liber Maccabees IV 16:3)

Synonyms

  1. an oven

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION