- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἰσάριθμος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: isarithmos 고전 발음: [이사릿모] 신약 발음: [이사릿모]

기본형: ἰσάριθμος ἰσάριθμον

형태분석: ἰσαριθμ (어간) + ος (어미)

  1. equal in number.

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἰσάριθμος

(이)가

ἰσάριθμον

(것)가

속격 ἰσαρίθμου

(이)의

ἰσαρίθμου

(것)의

여격 ἰσαρίθμῳ

(이)에게

ἰσαρίθμῳ

(것)에게

대격 ἰσάριθμον

(이)를

ἰσάριθμον

(것)를

호격 ἰσάριθμε

(이)야

ἰσάριθμον

(것)야

쌍수주/대/호 ἰσαρίθμω

(이)들이

ἰσαρίθμω

(것)들이

속/여 ἰσαρίθμοιν

(이)들의

ἰσαρίθμοιν

(것)들의

복수주격 ἰσάριθμοι

(이)들이

ἰσάριθμα

(것)들이

속격 ἰσαρίθμων

(이)들의

ἰσαρίθμων

(것)들의

여격 ἰσαρίθμοις

(이)들에게

ἰσαρίθμοις

(것)들에게

대격 ἰσαρίθμους

(이)들을

ἰσάριθμα

(것)들을

호격 ἰσάριθμοι

(이)들아

ἰσάριθμα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγὼ μὲν οὖν καὶ περιττότερόν τι ἐπὶ τούτοις ᾤμην γενήσεσθαί μοι παρ ὑμῶν καὶ δωρεὰς λήψεσθαι ἰσαρίθμους τοῖς ἀνῃρημένοις, ὡς ἂν οὐ τῶν παρόντων ἀπαλλάξας ὑμᾶς μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς τῶν μελλόντων κακῶν ἐλπίδος, καὶ τὴν ἐλευθερίαν βέβαιον παρασχών, οὐδενὸς παραλελειμμένου κληρονόμου τῶν ἀδικημάτων: (Lucian, Tyrannicida, (no name) 3:1)

    (루키아노스, Tyrannicida, (no name) 3:1)

  • καταδύσεταί σοι τὸ πλοῖον, οὐ γὰρ ἴσον βάρος πυροῦ καὶ ἰσαρίθμου χρυσοῦ. (Lucian, 33:2)

    (루키아노스, 33:2)

  • "ξυστήσας δὲ τὸ πᾶν ἰσαρίθμους τοῖς ἄστροις ἔταξε, διεῖλέ τε ψυχὰς ἑκάστην πρὸς ἕκαστον, καὶ ἐμβιβάσας ὡς εἰς ὄχημα τὴν τοῦ παντὸς φύσιν ἔδειξε, νόμους τε τοὺς εἱμαρμένους εἶπεν αὐταῖς: (Plutarch, De fato, section 9 9:1)

    (플루타르코스, De fato, section 9 9:1)

  • "εἰσὶ δ οἳ καὶ τὰς τῶν αἰσθήσεων δυνάμεις ἰσαρίθμους οὔσας τοῖς πρώτοις ἐκείνοις συνοικειοῦσι, τὴν μὲν ἁφὴν ὁρῶντες ἀντίτυπον οὖσαν καὶ γεώδη, τὴν δὲ γεῦσιν ὑγρότητι τῶν γευστῶν τὰς ποιότητας προσιεμένην. (Plutarch, De E apud Delphos, section 121)

    (플루타르코스, De E apud Delphos, section 121)

  • τιθεμένους, ὥστε τοῖς πλάνησιν ἰσαρίθμους. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 32 5:1)

    (플루타르코스, De animae procreatione in Timaeo, section 32 5:1)

유의어

  1. equal in number

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION