Ancient Greek-English Dictionary Language

ἰδιωτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἰδιωτικός ἰδιωτική ἰδιωτικόν

Structure: ἰδιωτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from i)diw/ths

Sense

  1. of or for a private person, private
  2. not done by rules of art, unprofessional, unskilful, rude

Examples

  • τῆσ δὲ συγκλήτου συγκεχυμένησ, Μούκιοσ τῶν ἐπισήμων ἀνὴρ λαβὼν τετρακοσίουσ ἀπὸ τῶν ὑπάτων ὁμήλικασ ἐν ἰδιωτικῷ σχήματι τὸν ποταμὸν διῆλθεν. (Plutarch, Parallela minora, section 2 2:1)
  • τῆσ δὲ συγκλήτου συγκεχυμένησ, Μούκιοσ τῶν ἐπισήμων ἀνὴρ λαβὼν τετρακοσίουσ ἀπὸ τῶν ὑπάτων ὁμήλικασ ἐν ἰδιωτικῷ σχήματι τὸν ποταμὸν διῆλθεν. (Plutarch, Parallela minora, section 2 6:1)
  • Τί οὖν, ἔφη ὁ Ιἕρων, οὐχὶ καὶ σύ, ἐπεὶ νῦν γε ἔτι ἰδιώτησ εἶ, ὑπέμνησάσ με τὰ ἐν τῷ ἰδιωτικῷ βίῳ; (Xenophon, Minor Works, , chapter 1 4:1)
  • παρακεκάθικέ σοι στρατιώτησ ἐν σχήματι ἰδιωτικῷ καὶ ἀρξάμενοσ κακῶσ λέγει τὸν Καίσαρα, εἶτα σὺ ὥσπερ ἐνέχυρον παρ’ αὐτοῦ λαβὼν τῆσ πίστεωσ τὸ αὐτὸν τῆσ λοιδορίασ κατῆρχθαι λέγεισ καὶ αὐτὸσ ὅσα φρονεῖσ, εἶτα δεθεὶσ ἀπάγῃ. (Epictetus, Works, book 4, 5:2)

Synonyms

  1. of or for a private person

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION