Ancient Greek-English Dictionary Language

ἰδιωτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἰδιωτικός ἰδιωτική ἰδιωτικόν

Structure: ἰδιωτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from i)diw/ths

Sense

  1. of or for a private person, private
  2. not done by rules of art, unprofessional, unskilful, rude

Examples

  • τὸ πρὸ δίκησ γὰρ οὐχ ἡμέτερον, ἀλλὰ δεινῶσ ἰδιωτικόν, ὀργίλων τινῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ δίκαιον ἐν τῇ χ; (Lucian, Piscator, (no name) 10:4)
  • ὡσ δὲ πολλὰ πειρώντων καὶ διδόντων καὶ φοβούντων ὑπ’ οὐδενὸσ ἡλίσκετο, τέλοσ δὲ φεύγων τὰσ παλαίστρασ καὶ τὸ γυμνάσιον εἴσ τι βαλανεῖον ἰδιωτικὸν ἐφοίτα λουσόμενοσ, ἐπιτηρήσασ τὸν καιρὸν ὁ Δημήτριοσ ἐπεισῆλθεν αὐτῷ μόνῳ. (Plutarch, Demetrius, chapter 24 2:4)
  • θαυμάζοντασ ἀργυρῶν καὶ χρυσῶν ἐκπωμάτων καὶ τραπεζῶν ὑπερβάλλουσαν ἰδιωτικὸν πλοῦτον λαμπρότητα, καὶ λογιζομένουσ ὅτι παρηκμακὼσ ἀνὴρ ἤδη καὶ τοσαύτησ εὐπορίασ κύριοσ οὐκ ἂν ἐπιχειροίη παραβόλοισ πράγμασι χωρὶσ ἐλπίδοσ βεβαίου καὶ φίλων ἐνδιδόντων ἐκεῖθεν αὐτῷ τὰσ πλείστασ καὶ μεγίστασ ἀφορμάσ. (Plutarch, Dion, chapter 23 4:1)
  • οἱ δὲ ὕπατοι συναγαγόντεσ ἰδιωτικὸν συνέδριον πατρικίων τῶν ἀνδρειοτάτων τε καὶ μάλιστα ἐν τῇ πόλει τότ’ ἀνθούντων ἐδίδασκον αὐτούσ, ὡσ κωλυτέοσ εἰή σφίσιν ὁ νόμοσ, λόγοισ μὲν πρῶτον, ἐὰν δὲ μὴ πείθωσι τὸν δῆμον, ἔργοισ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 40 4:2)
  • τῶν προεστηκότων τῆσ ἀριστοκρατίασ, συναχθέντεσ εἰσ τὸν ἰδιωτικὸν σύλλογον ὑπὸ τῶν ὑπάτων αὐτοὶ καθ’ ἑαυτούσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 55 2:1)

Synonyms

  1. of or for a private person

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION