헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἡσυχάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἡσυχάζω

형태분석: ἡσυχάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: h(/suxos

  1. 고요하다, 침묵하다, 조용히 하다, 잠잠케 하다
  2. 휴식하다, 쉬다
  1. to be still, keep quiet, be at rest, finding rest, by resting from war, the dead
  2. to make still, lay to rest

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡσυχάζω

(나는) 고요하다

ἡσυχάζεις

(너는) 고요하다

ἡσυχάζει

(그는) 고요하다

쌍수 ἡσυχάζετον

(너희 둘은) 고요하다

ἡσυχάζετον

(그 둘은) 고요하다

복수 ἡσυχάζομεν

(우리는) 고요하다

ἡσυχάζετε

(너희는) 고요하다

ἡσυχάζουσιν*

(그들은) 고요하다

접속법단수 ἡσυχάζω

(나는) 고요하자

ἡσυχάζῃς

(너는) 고요하자

ἡσυχάζῃ

(그는) 고요하자

쌍수 ἡσυχάζητον

(너희 둘은) 고요하자

ἡσυχάζητον

(그 둘은) 고요하자

복수 ἡσυχάζωμεν

(우리는) 고요하자

ἡσυχάζητε

(너희는) 고요하자

ἡσυχάζωσιν*

(그들은) 고요하자

기원법단수 ἡσυχάζοιμι

(나는) 고요하기를 (바라다)

ἡσυχάζοις

(너는) 고요하기를 (바라다)

ἡσυχάζοι

(그는) 고요하기를 (바라다)

쌍수 ἡσυχάζοιτον

(너희 둘은) 고요하기를 (바라다)

ἡσυχαζοίτην

(그 둘은) 고요하기를 (바라다)

복수 ἡσυχάζοιμεν

(우리는) 고요하기를 (바라다)

ἡσυχάζοιτε

(너희는) 고요하기를 (바라다)

ἡσυχάζοιεν

(그들은) 고요하기를 (바라다)

명령법단수 ἡσύχαζε

(너는) 고요해라

ἡσυχαζέτω

(그는) 고요해라

쌍수 ἡσυχάζετον

(너희 둘은) 고요해라

ἡσυχαζέτων

(그 둘은) 고요해라

복수 ἡσυχάζετε

(너희는) 고요해라

ἡσυχαζόντων, ἡσυχαζέτωσαν

(그들은) 고요해라

부정사 ἡσυχάζειν

고요하는 것

분사 남성여성중성
ἡσυχαζων

ἡσυχαζοντος

ἡσυχαζουσα

ἡσυχαζουσης

ἡσυχαζον

ἡσυχαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡσυχάζομαι

(나는) 고요해지다

ἡσυχάζει, ἡσυχάζῃ

(너는) 고요해지다

ἡσυχάζεται

(그는) 고요해지다

쌍수 ἡσυχάζεσθον

(너희 둘은) 고요해지다

ἡσυχάζεσθον

(그 둘은) 고요해지다

복수 ἡσυχαζόμεθα

(우리는) 고요해지다

ἡσυχάζεσθε

(너희는) 고요해지다

ἡσυχάζονται

(그들은) 고요해지다

접속법단수 ἡσυχάζωμαι

(나는) 고요해지자

ἡσυχάζῃ

(너는) 고요해지자

ἡσυχάζηται

(그는) 고요해지자

쌍수 ἡσυχάζησθον

(너희 둘은) 고요해지자

ἡσυχάζησθον

(그 둘은) 고요해지자

복수 ἡσυχαζώμεθα

(우리는) 고요해지자

ἡσυχάζησθε

(너희는) 고요해지자

ἡσυχάζωνται

(그들은) 고요해지자

기원법단수 ἡσυχαζοίμην

(나는) 고요해지기를 (바라다)

ἡσυχάζοιο

(너는) 고요해지기를 (바라다)

ἡσυχάζοιτο

(그는) 고요해지기를 (바라다)

쌍수 ἡσυχάζοισθον

(너희 둘은) 고요해지기를 (바라다)

ἡσυχαζοίσθην

(그 둘은) 고요해지기를 (바라다)

복수 ἡσυχαζοίμεθα

(우리는) 고요해지기를 (바라다)

ἡσυχάζοισθε

(너희는) 고요해지기를 (바라다)

ἡσυχάζοιντο

(그들은) 고요해지기를 (바라다)

명령법단수 ἡσυχάζου

(너는) 고요해져라

ἡσυχαζέσθω

(그는) 고요해져라

쌍수 ἡσυχάζεσθον

(너희 둘은) 고요해져라

ἡσυχαζέσθων

(그 둘은) 고요해져라

복수 ἡσυχάζεσθε

(너희는) 고요해져라

ἡσυχαζέσθων, ἡσυχαζέσθωσαν

(그들은) 고요해져라

부정사 ἡσυχάζεσθαι

고요해지는 것

분사 남성여성중성
ἡσυχαζομενος

ἡσυχαζομενου

ἡσυχαζομενη

ἡσυχαζομενης

ἡσυχαζομενον

ἡσυχαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡσύχαζον

(나는) 고요하고 있었다

ἡσύχαζες

(너는) 고요하고 있었다

ἡσύχαζεν*

(그는) 고요하고 있었다

쌍수 ἡσυχάζετον

(너희 둘은) 고요하고 있었다

ἡσυχαζέτην

(그 둘은) 고요하고 있었다

복수 ἡσυχάζομεν

(우리는) 고요하고 있었다

ἡσυχάζετε

(너희는) 고요하고 있었다

ἡσύχαζον

(그들은) 고요하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡσυχαζόμην

(나는) 고요해지고 있었다

ἡσυχάζου

(너는) 고요해지고 있었다

ἡσυχάζετο

(그는) 고요해지고 있었다

쌍수 ἡσυχάζεσθον

(너희 둘은) 고요해지고 있었다

ἡσυχαζέσθην

(그 둘은) 고요해지고 있었다

복수 ἡσυχαζόμεθα

(우리는) 고요해지고 있었다

ἡσυχάζεσθε

(너희는) 고요해지고 있었다

ἡσυχάζοντο

(그들은) 고요해지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ’ ἡσύχαζε καὶ δακρυρρόουσ τέκνων πηγὰσ ἀφαίρει καὶ παρευκήλει λόγοισ, κλέπτουσα μύθοισ ἀθλίουσ κλοπὰσ ὅμωσ. (Euripides, Heracles, episode 3:25)

    (에우리피데스, Heracles, episode 3:25)

  • ἀλλ’ ἡσύχαζε· (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 2:14)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 2:14)

  • νυκτὸσ οὖν ἐσθῆτι θεράποντοσ ἐπικρυψάμενοσ ἐνέβη, καὶ καταβαλὼν ἑαυτὸν ὥσ τινα τῶν παρημελημένων ἡσύχαζε, τοῦ δὲ Αᾤου ποταμοῦ τὴν ναῦν ὑποφέροντοσ εἰσ τὴν θάλασσαν, τὴν μὲν ἑωθινὴν αὔραν, ἣ παρεῖχε τηνικαῦτα περὶ τὰσ ἐκβολὰσ γαλήνην ἀπωθοῦσα πόρρω τὸ κῦμα, πολὺσ πνεύσασ πελάγιοσ διὰ νυκτὸσ ἀπέσβεσε πρὸσ δὲ τὴν πλημμύραν τῆσ θαλάττησ καὶ τὴν ἀντίβασιν τοῦ κλύδωνοσ ἀγριαίνων ὁ ποταμόσ, καὶ τραχὺσ ἅμα καὶ κτύπῳ μεγάλῳ καὶ σκληραῖσ ἀνακοπτόμενοσ δίναισ, ἄποροσ ἦν βιασθῆναι τῷ κυβερνήτῃ καὶ μεταβαλεῖν ἐκέλευσε τοὺσ ναύτασ ὡσ ἀποστρέψων τὸν πλοῦν. (Plutarch, Caesar, chapter 38 2:1)

    (플루타르코스, Caesar, chapter 38 2:1)

  • ἔστι δ̓ ὅτε καὶ μάντεων αὐτὸν οἰωνοῖσ καὶ ἱεροῖσ ἀποτρεπόντων ἡσύχαζε, σπεύδων οὖν ὁ Πύρροσ ἐπιθέσθαι τούτοισ, πρὶν ἐκείνουσ ἐπελθεῖν, ἄνδρασ τε τοὺσ κρατίστουσ καὶ τῶν θηρίων τὰ μαχιμώτατα λαβὼν νυκτὸσ ὡρ́μησεν ἐπὶ τὸ στρατόπεδον. (Plutarch, chapter 25 2:1)

    (플루타르코스, chapter 25 2:1)

  • σὺ δ’ ἡσύχαζε μηδ’ ἄγαν λαβροστόμει. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests 1:17)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode, anapests 1:17)

유의어

  1. 고요하다

  2. 휴식하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION