- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γυμνικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: gymnikos 고전 발음: [귐니꼬] 신약 발음: [귐니꼬]

기본형: γυμνικός

형태분석: γυμνικ (어간) + ος (어미)

어원: γυμνός

  1. of or for gymnastic exercises

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 γυμνικός

(이)가

γύμνικον

(것)가

속격 γυμνικοῦ

(이)의

γυμνίκου

(것)의

여격 γυμνικῷ

(이)에게

γυμνίκῳ

(것)에게

대격 γυμνικόν

(이)를

γύμνικον

(것)를

호격 γυμνικέ

(이)야

γύμνικον

(것)야

쌍수주/대/호 γυμνικώ

(이)들이

γυμνίκω

(것)들이

속/여 γυμνικοῖν

(이)들의

γυμνίκοιν

(것)들의

복수주격 γυμνικοί

(이)들이

γύμνικα

(것)들이

속격 γυμνικῶν

(이)들의

γυμνίκων

(것)들의

여격 γυμνικοῖς

(이)들에게

γυμνίκοις

(것)들에게

대격 γυμνικούς

(이)들을

γύμνικα

(것)들을

호격 γυμνικοί

(이)들아

γύμνικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Πλούτῳ γάρ ἐστι τοῦτο συμφορώτατον ποιεῖν ἀγῶνας μουσικοὺς καὶ γυμνικούς. (Aristophanes, Plutus, Episode 1:31)

    (아리스토파네스, Plutus, Episode 1:31)

  • γυμνικοὺς δὲ ἀγῶνας, ἔφη, διατιθέτωσαν Ἠλεῖοι, Κορίνθιοι δὲ θυμελικούς, Ἀθηναῖοι δὲ σκηνικούς, εἰ δέ τις τούτων πλημμελοίη, μαστιγούσθωσαν Λακεδαιμόνιοι ἐπισκώπτων τὰς παρ αὐτοῖς ἀγομένας μαστιγώσεις, ὥς φησι Χαρικλῆς ἐν τῷ πρώτῳ περὶ τοῦ ἀστικοῦ ἀγῶνος. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 42 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 42 2:3)

  • οἶμαι δέ σε, ὦ Ἑρμότιμε, καὶ ἀγῶνας ἤδη γυμνικοὺς ἑωρακέναι πολλάκις. (Lucian, 83:1)

    (루키아노스, 83:1)

  • τῆς δὲ ἐν κώλοις λέξεως ἡ μὲν διῃρημένη ἐστὶν ἡ δὲ ἀντικειμένη, διῃρημένη μὲν, οἱο῀ν "πολλάκις ἐθαύμασα τῶν τὰς πανηγύρεις συναγαγόντων καὶ τοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνας καταστησάντων" , ἀντικειμένη δέ, ἐν ᾗ ἑκατέρῳ τῷ κώλῳ ἢ πρὸς ἐναντίῳ ἐναντίον σύγκειται ἢ ταὐτὸ ἐπέζευκται τοῖς ἐναντίοις, οἱο῀ν "ἀμφοτέρους δ ὤνησαν, καὶ τοὺς ὑπομείναντας καὶ τοὺς ἀκολουθήσαντας: (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 9 7:1)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 3, chapter 9 7:1)

  • ἴδιαι δὲ ταῖς σχολαστικωτέραις καὶ μᾶλλον εὐημερούσαις πόλεσιν, ἔτι δὲ φροντιζούσαις εὐκοσμίας, γυναικονομία νομοφυλακία παιδονομία γυμνασιαρχία, πρὸς δὲ τούτοις περὶ ἀγῶνας ἐπιμέλεια γυμνικοὺς καὶ Διονυσιακούς, κἂν εἴ τινας ἑτέρας συμβαίνει τοιαύτας γίνεσθαι θεωρίας. (Aristotle, Politics, Book 6 139:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 6 139:1)

유의어

  1. of or for gymnastic exercises

관련어

명사

형용사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION