헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γονή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γονή

형태분석: γον (어간) + η (어미)

어원: gi/gnomai

  1. 자손, 자식
  2. 가족, 종족, 가정, 혈통, 겨레
  3. 세대, 평생
  1. offspring
  2. (of animals)
  3. (of the fruits of the earth)
  4. race, stock, family; parentage
  5. generation

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 γονή

자손이

γονᾱ́

자손들이

γοναί

자손들이

속격 γονῆς

자손의

γοναῖν

자손들의

γονῶν

자손들의

여격 γονῇ

자손에게

γοναῖν

자손들에게

γοναῖς

자손들에게

대격 γονήν

자손을

γονᾱ́

자손들을

γονᾱ́ς

자손들을

호격 γονή

자손아

γονᾱ́

자손들아

γοναί

자손들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἴ σοι γονεῖσ παρῆσαν ἢ παίδων γοναί, τήνδε θηρσὶν ἀγρίοισ ἐσκεύασα ἂν δαψιλῆ θοῖναν ἀντὶ τῶν ἀνεγκλήτων ἐμοὶ καὶ προγόνοισ ἐμοῖσ ἀποδεδειγμένων ὁλοσχερῆ βεβαίαν πίστιν ἐξόχωσ Ἰουδαίων. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:31)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 5:31)

  • εἶτα Λητοῦσ ἐγίγνετο λοχεία καὶ Ἀπόλλωνοσ γοναὶ καὶ Κορωνίδοσ γάμοσ καὶ Ἀσκληπιὸσ ἐτίκτετο. (Lucian, Alexander, (no name) 38:7)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 38:7)

  • πολλὴ δὲ καὶ ἡ κατ’ Ἀρκαδίαν μυθολογία, Δάφνησ φυγή, Καλλιστοῦσ θηρίωσισ, Κενταύρων παροινία, Πανὸσ γοναί, Ἀλφειοῦ ἔρωσ καὶ ὕφαλοσ ἀποδημία. (Lucian, De saltatione, (no name) 48:2)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 48:2)

  • δεινὸν γυναιξὶν αἱ δι’ ὠδίνων γοναί, καὶ φιλότεκνόν πωσ πᾶν γυναικεῖον γένοσ. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 3:1)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric 3:1)

  • γοναὶ μὲν γὰρ ἡμῶν ἀπόρρητοι λέγονται, τροφαὶ δὲ καὶ τιθηνήσεισ ἀτοπώτεραι νεογνῶν, οἷσ ἐρρίφημεν οἰωνοῖσ καὶ θηρίοισ, ὑπὸ τούτων τρεφόμενοι, μαστῷ λυκαίνησ καὶ δρυοκολάπτου ψωμίσμασιν, ἐν σκάφῃ τινὶ κείμενοι παρὰ τὸν μέγαν ποταμόν. (Plutarch, chapter 7 6:1)

    (플루타르코스, chapter 7 6:1)

유의어

  1. 자손

  2. 가족

  3. 세대

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION