γάλα
Third declension Noun; Neuter
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
γάλα
γάλακτος
Structure:
γαλακτ
(Stem)
Etym.: The Root seems to be GLAK, or GLAG, cf. gen. ga/laktos, gla/gos, and (with g dropt) Lat. lac, lactis
Sense
- milk
- milky sap
- the Milky Way galaxy
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ εἶπε Σισάρα πρὸσ αὐτήν. πότισόν με δὴ μικρὸν ὕδωρ, ὅτι ἐδίψησα. καὶ ἤνοιξε τὸν ἀσκὸν τοῦ γάλακτοσ, καὶ ἐπότισεν αὐτὸν καὶ περιέβαλεν αὐτόν. (Septuagint, Liber Iudicum 4:19)
- καὶ τὰσ δέκα τρυφαλίδασ τοῦ γάλακτοσ τούτου εἰσοίσεισ τῷ χιλιάρχῳ, καὶ τοὺσ ἀδελφούσ σου ἐπισκέψῃ εἰσ εἰρήνην, καὶ ὅσα ἂν χρῄζωσι γνώσῃ. (Septuagint, Liber I Samuelis 17:39)
- τίνι ἀνηγγείλαμεν κακὰ καὶ τίνι ἀνηγγείλαμεν ἀγγελίαν, οἱ ἀπογεγαλακτισμένοι ἀπὸ γάλακτοσ, οἱ ἀπεσπασμένοι ἀπὸ μαστοῦ̣ (Septuagint, Liber Isaiae 28:9)
- ἐκ δὲ αὐτῆσ ὀδοὺσ προκύπτει, ᾧ κεντοῦσα πίνει τοῦ αἵματοσ ‐ πίνει μὲν γὰρ καὶ γάλακτοσ, ἡδὺ δὲ αὐτῇ καὶ τὸ αἷμα ‐ οὐ μετὰ μεγάλησ ὀδύνησ τῶν κεντουμένων. (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 3:5)
- καὶ ταῖσ γε σκυλακευομέναισ ἀγαθὸν τοῦτο ἐσ τὸ πῆξαι τὰ μέλη, ἐπειδὰν ἀποπαύσωνται τοῦ γάλακτοσ. (Arrian, Cynegeticus, chapter 8 4:1)
- ΕΙΣΗΛΘΟΝ εἰσ κῆπόν μου, ἀδελφή μου νύμφη, ἐτρύγησα σμύρναν μου μετὰ ἀρωμάτων μου, ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μέλιτόσ μου, ἔπιον οἶνόν μου μετὰ γάλακτόσ μου. φάγετε, πλησίοι, καὶ πίετε καὶ μεθύσθητε, ἀδελφοί. (Septuagint, Canticum Canticorum 5:1)
Synonyms
-
milk
-
the Milky Way galaxy
- γαλαξίας (the Milky Way galaxy (with implied κύκλος ))