Ancient Greek-English Dictionary Language

φυσικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φυσικός φυσική φυσικόν

Structure: φυσικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fu/sis

Sense

  1. natural, produced or caused by nature, inborn, native
  2. physical, having to do with the study of the material world

Examples

  • Ξενοφάνησ δὲ ὁ Δεξίνου μὲν υἱόσ, Ἀρχελάου δὲ τοῦ φυσικοῦ μαθητὴσ ἐβίωσεν ἔτη ἓν καὶ ἐνενήκοντα· (Lucian, Macrobii, (no name) 20:1)
  • οὐ λανθάνει δέ με καὶ ὅτι κοινῶσ πάντεσ οἱ ἰχθύεσ καμασῆνεσ ὑπὸ Ἐμπεδοκλέουσ ἐλέχθησαν τοῦ φυσικοῦ οὕτωσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 101)
  • λόγου συμμετρίασ παρέλιπον, ἀρκεσθεὶσ τοῖσ εἰρημένοισ πρὸσ τὸ μὴ δεῖν πέρα τοῦ φυσικοῦ καὶ μετρίου πρὸσ ἄπρακτα πένθη καὶ θρήνουσ ἀγεννεῖσ ἐκτρέπεσθαι. (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 24 10:1)
  • "ἡ πάρεδροσ τῆσ Λαοδίκησ Δανάη, πιστευομένη ὑπ’ αὐτῆσ τὰ πάντα, Λεοντίου δ’ οὖσα τῆσ μετ’ Ἐπικούρου τοῦ φυσικοῦ σχολασάσησ θυγάτηρ, Σώφρονοσ δὲ γεγονυῖα πρότερον ἐρωμένη, παρακολουθοῦσα διότι ἀποκτεῖναι βούλεται τὸν Σώφρονα ἡ Λαοδίκη διανεύει τῷ Σώφρονι, μηνύουσα τὴν ἐπιβουλήν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 64 2:1)
  • "πρώτην ἐντελέχειαν σώματοσ φυσικοῦ ὀργανικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντοσ. (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 8, section 2 1:1)

Synonyms

  1. natural

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION