Ancient Greek-English Dictionary Language

φιλοχρηματία

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: φιλοχρηματία

Structure: φιλοχρηματι (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: from filoxrhmate/w

Sense

  1. love of money

Examples

  • αἱ δ’ ἄλλαι καὶ συνεργοῦσιν οὐδεὶσ γοῦν ἀπέχεται χρήσεωσ ὄψου διὰ φιλοψίαν οὐδ’ οἴνου δι’ οἰνοφλυγίαν, ὡσ χρημάτων ἀπέχονται διὰ φιλοχρηματίαν. (Plutarch, De cupiditate divitiarum, section 4 6:3)
  • ἀλλ’ αὐτὸσ ὁ Σόλων ὀκνῶν φησι τὸ πρῶτον ἅψασθαι τῆσ πολιτείασ, καὶ δεδοικὼσ τῶν μὲν τὴν φιλοχρηματίαν, τῶν δὲ τὴν ὑπερηφανίαν. (Plutarch, , chapter 14 2:1)
  • τὰ δὲ περὶ τὰσ γυναῖκασ ἔχοντα μὴ καλῶσ ἐοίκεν, ὥσπερ ἐλέχθη καὶ πρότερον, οὐ μόνον ἀπρέπειάν τινα ποιεῖν τῆσ πολιτείασ αὐτῆσ καθ’ αὑτήν, ἀλλὰ συμβάλλεσθαί τι πρὸσ τὴν φιλοχρηματίαν. (Aristotle, Politics, Book 2 215:2)
  • καίτοι τῶν γ’ ἀδικημάτων τῶν γ’ ἑκουσίων τὰ πλεῖστα συμβαίνει σχεδὸν διὰ φιλοτιμίαν καὶ διὰ φιλοχρηματίαν τοῖσ ἀνθρώποισ. (Aristotle, Politics, Book 2 238:2)
  • τίσ τῶν ἀφεστηκότων διὰ τὴν ἐμὴν ὠμότητα ἢ φιλοχρηματίαν στέρεται τῆσ ἑαυτοῦ πατρίδοσ; (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 59 4:3)

Synonyms

  1. love of money

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION