헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φείδομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φείδομαι φείσομαι

형태분석: φείδ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 떼다, 인정을 베풀다
  2. 떼다, 인정을 베풀다, 관대하다, 석방하다, 해방하다
  3. 떼다, 인정을 베풀다, 관대하다, 석방하다, 해방하다, 용서하다
  4. 줄다, 주저하다, 억제하다, 회피하다, 오그라들다
  1. to spare
  2. to spare, not destroy, to spare, be merciful
  3. to spare, to refrain from using, use sparingly, taking care, refrain from
  4. to be sparing, be thrifty, live thriftily, sparingly
  5. to draw back from, shrink, to spare or cease, forbear

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 φείδομαι

(나는) 뗀다

φείδει, φείδῃ

(너는) 뗀다

φείδεται

(그는) 뗀다

쌍수 φείδεσθον

(너희 둘은) 뗀다

φείδεσθον

(그 둘은) 뗀다

복수 φειδόμεθα

(우리는) 뗀다

φείδεσθε

(너희는) 뗀다

φείδονται

(그들은) 뗀다

접속법단수 φείδωμαι

(나는) 떼자

φείδῃ

(너는) 떼자

φείδηται

(그는) 떼자

쌍수 φείδησθον

(너희 둘은) 떼자

φείδησθον

(그 둘은) 떼자

복수 φειδώμεθα

(우리는) 떼자

φείδησθε

(너희는) 떼자

φείδωνται

(그들은) 떼자

기원법단수 φειδοίμην

(나는) 떼기를 (바라다)

φείδοιο

(너는) 떼기를 (바라다)

φείδοιτο

(그는) 떼기를 (바라다)

쌍수 φείδοισθον

(너희 둘은) 떼기를 (바라다)

φειδοίσθην

(그 둘은) 떼기를 (바라다)

복수 φειδοίμεθα

(우리는) 떼기를 (바라다)

φείδοισθε

(너희는) 떼기를 (바라다)

φείδοιντο

(그들은) 떼기를 (바라다)

명령법단수 φείδου

(너는) 떼어라

φειδέσθω

(그는) 떼어라

쌍수 φείδεσθον

(너희 둘은) 떼어라

φειδέσθων

(그 둘은) 떼어라

복수 φείδεσθε

(너희는) 떼어라

φειδέσθων, φειδέσθωσαν

(그들은) 떼어라

부정사 φείδεσθαι

떼는 것

분사 남성여성중성
φειδομενος

φειδομενου

φειδομενη

φειδομενης

φειδομενον

φειδομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 φείσομαι

(나는) 떼겠다

φείσει, φείσῃ

(너는) 떼겠다

φείσεται

(그는) 떼겠다

쌍수 φείσεσθον

(너희 둘은) 떼겠다

φείσεσθον

(그 둘은) 떼겠다

복수 φεισόμεθα

(우리는) 떼겠다

φείσεσθε

(너희는) 떼겠다

φείσονται

(그들은) 떼겠다

기원법단수 φεισοίμην

(나는) 떼겠기를 (바라다)

φείσοιο

(너는) 떼겠기를 (바라다)

φείσοιτο

(그는) 떼겠기를 (바라다)

쌍수 φείσοισθον

(너희 둘은) 떼겠기를 (바라다)

φεισοίσθην

(그 둘은) 떼겠기를 (바라다)

복수 φεισοίμεθα

(우리는) 떼겠기를 (바라다)

φείσοισθε

(너희는) 떼겠기를 (바라다)

φείσοιντο

(그들은) 떼겠기를 (바라다)

부정사 φείσεσθαι

뗄 것

분사 남성여성중성
φεισομενος

φεισομενου

φεισομενη

φεισομενης

φεισομενον

φεισομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφειδόμην

(나는) 떼고 있었다

ἐφείδου

(너는) 떼고 있었다

ἐφείδετο

(그는) 떼고 있었다

쌍수 ἐφείδεσθον

(너희 둘은) 떼고 있었다

ἐφειδέσθην

(그 둘은) 떼고 있었다

복수 ἐφειδόμεθα

(우리는) 떼고 있었다

ἐφείδεσθε

(너희는) 떼고 있었다

ἐφείδοντο

(그들은) 떼고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • φέρειν δὲ ἀνάγκη καὶ τὸ ἀναφυόμενον ἐκκόπτειν ἀεὶ καὶ ἐπικαίειν νὴ Δία κατὰ τὸν Ιὄλεων, εἰ μέλλομεν ἐπικρατήσειν τὸν γὰρ ἅπαξ εἰσ τὰ τοιαῦτα ἐμπεσεῖν ἠναγκασμένον ὅμοιον χρὴ τῇ ὑποθέσει καὶ αὐτὸν εἶναι, ἢ φειδόμενον τῶν πλησίον ἀπολωλέναι. (Lucian, Phalaris, book 1 8:5)

    (루키아노스, Phalaris, book 1 8:5)

  • τοῦ δὲ πένητοσ ζῆν φειδόμενον καὶ τοῖσ ἔργοισ προσ έχοντα, περιγίγνεσθαι δ’ αὐτῷ μηδέν, μὴ μέντοι μηδ’ ἐπιλείπειν. (Aristophanes, Plutus, Agon, epirrheme 1:15)

    (아리스토파네스, Plutus, Agon, epirrheme 1:15)

  • ἐγὼ γάρ σε πάνυ φειδόμενον ἠπιστάμην. (Lucian, Dialogi mortuorum, 3:4)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 3:4)

  • προστετηκότα καὶ τοῖσ ἀναλώμασιν ἐπιστένοντα καὶ μηδενὸσ εἰσ χρηματισμὸν συντελοῦντοσ αἰσχροῦ μηδ’ ἀνιαροῦ φειδόμενον, οἰκίασ δ’ ἔχοντα καὶ χώρασ καὶ ἀγέλασ καὶ ἀνδράποδα σὺν ἱματίοισ, τί φήσομεν τὸ πάθοσ εἶναι τἀνθρώπου ἢ πενίαν ψυχικήν; (Plutarch, De cupiditate divitiarum, section 4 2:1)

    (플루타르코스, De cupiditate divitiarum, section 4 2:1)

  • δοκιμαζομένου μάλιστα παρ’ αὐτοῖσ τοῦ μέλανοσ λεγομένου ζωμοῦ, ὥστε μὴ κρεαδίου δεῖσθαι τοὺσ πρεσβυτέρουσ, παραχωρεῖν δὲ τοῖσ νεανίσκοισ, λέγεται Διονύσιοσ ὁ τῆσ Σικελίασ τύραννοσ τούτου χάριν Λακωνικὸν μάγειρον πρίασθαι καὶ προστάξαι σκευάσαι αὐτῷ μηδενὸσ φειδόμενον ἀναλώματοσ· (Plutarch, Instituta Laconica, section 21)

    (플루타르코스, Instituta Laconica, section 21)

유의어

  1. 떼다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION