Ancient Greek-English Dictionary Language

εὔυδρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: εὔυδρος εὔυδρον

Structure: εὐυδρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: u(/dwr

Sense

  1. well-watered, abounding in water
  2. with beautiful water

Examples

  • ἄλσοσ τέ τοι ἱμερόεν Κάσαν παρ’ εὐύδρον πρὸ να‐ οῖ’ ἑσσαμένων, Πριάμοι’ ἐπεὶ χρόνῳ βουλαῖσι θεῶν μακάρων πέρσαν πόλιν εὐκτιμέναν χαλκοθωράκων μετ’ Ἀτρειδᾶν. (Bacchylides, , epinicians, ode 11 9:2)
  • τίνεσ ποτ’ ἄρα τὸν εὐύδρον δονακόχλοα λιπόντεσ Εὐρώταν ἢ ῥεύματα σεμνὰ Δίρκασ ἔβασαν ἔβασαν ἄμεικτον αἰᾶν, ἔνθα κούρᾳ δίᾳ τέγγει βωμοὺσ καὶ περικίονασ ναοὺσ αἷμα βρότειον; (Euripides, Iphigenia in Tauris, choral, strophe 12)
  • ἐθεώμεθα μέντοι τὴν χώραν εὐθαλῆ τε καὶ πίονα καὶ εὐύδρον καὶ πολλῶν ἀγαθῶν μεστήν. (Lucian, Verae Historiae, book 1 28:4)
  • καὶ τοῖσ Ἕλλησι βουλευομένοισ ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῦσαι καὶ καταλαβεῖν εὐύδρον χωρίον, ἐπεὶ τὰ πλησίον νάματα καθύβριστο καὶ διέφθαρτο τῶν βαρβάρων ἱπποκρατούντων. (Plutarch, , chapter 16 6:2)
  • ἐν δὲ Σαλαμῖνι παρὰ τὴν πόλιν ἔδωκαν αὐτοῖσ θάψαι τε τοὺσ ἀποθανόντασ, ὡσ ἄνδρασ ἀγαθοὺσ γενομένουσ, καὶ ἐπιγράψαι τόδε τὸ ἐλεγεῖον ὦ ξένε, εὐύδρὸν ποτ’ ἐναίομεν ἄστυ Κορίνθου, νῦν δ’ ἅμ’ Αἰάντοσ νᾶσοσ ἔχει Σαλαμίσ. (Plutarch, De Herodoti malignitate, section 39 10:1)

Synonyms

  1. well-watered

  2. with beautiful water

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION