Ancient Greek-English Dictionary Language

εὔτροχος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὔτροχος

Structure: εὐτροχ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. well-wheeled
  2. quick-running, running easily, a ready, glib tongue
  3. well-rounded, round

Examples

  • ἔστωσαν δὲ αἱ μὲν ἄρκυσ ἐννεάλινοι <ἐκ τριῶν τόνων, ἕκαστοσ δὲ τόνοσ ἐκ τριῶν λίνων>, τὸ δὲ μέγεθοσ πεντεσπίθαμοι, διπάλαστοι δὲ τοὺσ βρόχουσ, περικείσθωσαν δὲ τοὺσ περιδρόμουσ ἀναμμάτουσ, ἵνα εὔτροχοι ὦσι, τὰ δ’ ἐνόδια δωδεκάλινα, <τὰ δὲ δίκτυα ἑκκαιδεκάλινα>, τὸ δὲ μέγεθοσ τὰ μὲν ἐνόδια διώρυγα, τριώρυγα, τετρώρυγα, πεντώρυγα, τὰ δὲ δίκτυα δεκώρυγα, εἰκοσώρυγα, τριακοντώρυγα· (Xenophon, Minor Works, , chapter 2 5:2)

Synonyms

  1. well-wheeled

  2. quick-running

  3. well-rounded

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION