Ancient Greek-English Dictionary Language

εὔσκοπος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὔσκοπος

Structure: εὐσκοπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: skope/w

Sense

  1. sharp-seeing, keen-sighted, watchful
  2. far-seen or commanding a wide view
  3. shooting well, of unerring aim

Examples

  • ὃσ δή τοι σκύλοσ αὐο͂ν ἰδὼν χαροποῖο λέοντοσ αὐτῷ ἔπειτ’ ἐπόρουσεν ἐυσκόπῳ Ἡρακλῆι χρίμψασθαι ποτὶ πλευρὰ κάρη στιβαρόν τε μέτωπον. (Theocritus, Idylls, 63)
  • Λαοδάμασ τρίποδ’ αὐτὸσ ἐϋσκόπῳ Ἀπόλλωνι μουναρχέων ἀνέθηκε τεῒν περικαλλὲσ ἄγαλμα. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 81)
  • εὑρ͂ε δὲ Φαιήκων ἡγήτορασ ἠδὲ μέδοντασ σπένδοντασ δεπάεσσιν ἐυσκόπῳ ἀργεϊφόντῃ, ᾧ πυμάτῳ σπένδεσκον, ὅτε μνησαίατο κοίτου. (Homer, Odyssey, Book 7 11:3)
  • τρίτοσ δὲ τρίπουσ λέγει καὶ οὗτοσ ἐν ἑξαμέτρῳ Λαοδάμασ τρίποδ’ αὐτὸσ ἐυσκόπῳ Ἀπόλλωνι μουναρχέων ἀνέθηκε τεὶ̈ν περικαλλὲσ ἄγαλμα. (Herodotus, The Histories, book 5, chapter 61 2:1)

Synonyms

  1. sharp-seeing

  2. shooting well

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION