Ancient Greek-English Dictionary Language

Ἑκάεργος

Second declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: Ἑκάεργος

Etym.: e(ka/s, e)/rgw

Sense

  1. the far-working, the far-shooting, far-darting

Examples

  • καὶ ἄλλοθί που δέησιν ἐνδείξασθαι βουλόμενοσ πολλὴν καὶ κατεσπουδασμένην οὐδ’ εἴ κεν μάλα πολλὰ πάθῃ ἑκάεργοσ Ἀπόλλων, προπροκυλινδόμενοσ πατρὸσ Διὸσ αἰγιόχοιο. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1525)
  • ὃσ τῇ γ’ ἀντιάσειε, φέρεσκέ μιν αἴσιμον ἦμαρ, πρίν γέ οἱ ἰὸν ἐφῆκε ἄναξ ἑκάεργοσ Ἀπόλλων καρτερόν· (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 20:5)
  • ἦ καὶ ἐπὶ ῥίον ὦσε ἄναξ ἑκάεργοσ Ἀπόλλων πετραίῃσ προχυτῇσιν, ἀπέκρυψεν δὲ ῥέεθρα καὶ βωμὸν ποιήσατ’ ἐν ἄλσεϊ δενδρήεντι, ἄγχι μάλα κρήνησ καλλιρρόου· (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 25:1)
  • πνοιῇ δὲ ἄναξ ἑκάεργοσ Ἀπόλλων ῥηιδίωσ ἴθυν’· (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 27:12)
  • ἔνθ’ ἐκ νηὸσ ὄρουσε ἄναξ ἑκάεργοσ Ἀπόλλων, ἀστέρι εἰδόμενοσ μέσῳ ἤματι· (Anonymous, Homeric Hymns, , <[Ei)\s A)po/llwna Pu/qion]> 28:1)

Synonyms

  1. the far-working

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION