헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐμεταχείριστος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὐμεταχείριστος εὐμεταχείριστον

형태분석: εὐμεταχειριστ (어간) + ος (어미)

어원: metaxeiri/zw

  1. 유순한, 다루기 쉬운, 잘 휘는
  1. easy to handle or manage, manageable
  2. easy to deal with or master

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 εὐμεταχείριστος

유순한 (이)가

εὐμεταχείριστον

유순한 (것)가

속격 εὐμεταχειρίστου

유순한 (이)의

εὐμεταχειρίστου

유순한 (것)의

여격 εὐμεταχειρίστῳ

유순한 (이)에게

εὐμεταχειρίστῳ

유순한 (것)에게

대격 εὐμεταχείριστον

유순한 (이)를

εὐμεταχείριστον

유순한 (것)를

호격 εὐμεταχείριστε

유순한 (이)야

εὐμεταχείριστον

유순한 (것)야

쌍수주/대/호 εὐμεταχειρίστω

유순한 (이)들이

εὐμεταχειρίστω

유순한 (것)들이

속/여 εὐμεταχειρίστοιν

유순한 (이)들의

εὐμεταχειρίστοιν

유순한 (것)들의

복수주격 εὐμεταχείριστοι

유순한 (이)들이

εὐμεταχείριστα

유순한 (것)들이

속격 εὐμεταχειρίστων

유순한 (이)들의

εὐμεταχειρίστων

유순한 (것)들의

여격 εὐμεταχειρίστοις

유순한 (이)들에게

εὐμεταχειρίστοις

유순한 (것)들에게

대격 εὐμεταχειρίστους

유순한 (이)들을

εὐμεταχείριστα

유순한 (것)들을

호격 εὐμεταχείριστοι

유순한 (이)들아

εὐμεταχείριστα

유순한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τηνικαῦτα, ἢν μὲν εὐμεταχείριστον ᾖ, ἐπιχειροῦμεν καὶ πᾶσαν σπουδὴν ἐσφερόμεθα σῶσαι τὸν νοσοῦντα· (Lucian, Abdicatus, (no name) 4:6)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 4:6)

  • ἃ δὲ τὸν ὀρχηστὴν αὐτὸν ἔχειν χρὴ καὶ ὅπωσ δεῖ ἠσκῆσθαι καὶ ἃ μεμαθηκέναι καὶ οἷσ κρατύνειν τὸ ἔργον, ἤδη σοι δίειμι, ὡσ μάθῃσ οὐ τῶν ῥᾳδίων καὶ τῶν εὐμεταχειρίστων οὖσαν τήν τέχνην, ἀλλὰ πάσησ παιδεύσεωσ ἐσ τὸ ἀκρότατον ἀφικνουμένην, οὐ μουσικῆσ μόνον ἀλλὰ καὶ ῥυθμικῆσ καὶ μετρικῆσ, καὶ τῆσ σῆσ φιλοσοφίασ μάλιστα, τῆσ τε φυσικῆσ καὶ τῆσ ἠθικῆσ· (Lucian, De saltatione, (no name) 35:3)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 35:3)

  • τὸ δὲ οἶσθά που καὶ αὐτόσ, ὦ ἑταῖρε, ὡσ οὐ τῶν εὐμεταχειρίστων οὐδὲ ῥᾳθύμωσ συντεθῆναι δυναμένων τοῦτ̓ ἐστίν, ἀλλά, εἴ τι ἐν λόγοισ καὶ ἄλλο, πολλῆσ τῆσ φροντίδοσ δεόμενον, ἤν τισ, ὡσ ὁ Θουκυδίδησ φησίν, ἐσ ἀεὶ κτῆμα συντιθείη. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 52)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 52)

  • εὐμεταχείριστον ὄντα καὶ διὰ τὸ τοῖσ πλείστοισ τῶν ἀπὸ Πλάτωνοσ ὑπεναντιοῦσθαι δεόμενον παραμυθίασ, προεκθήσομαι τὴν λέξιν, ὡσ ἐν Τιμαίῳ γέγραπται. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 1 3:1)

    (플루타르코스, De animae procreatione in Timaeo, section 1 3:1)

  • οὐ γὰρ εὐμεταχείριστον οὐδὲ ῥᾴδιον ἁλῶναι τὴν σωτήριον ἅλωσιν ὑπὸ τοῦ τυχόντοσ ὄχλοσ, ἀλλ’ ἀγαπητόν, εἰ μήτ’ ὄψει μήτε φωνῇ πτυρόμενοσ ὥσπερ θηρίον ὕποπτον καὶ ποικίλον ἐνδέχοιτο τὴν ἐπιστασίαν. (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 4 6:1)

    (플루타르코스, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 4 6:1)

  • ἀλλὰ μὴν κἀκεῖνό γε δῆλον ὅτι οὐδ’ ἐν τοῖσ φαυλοτάτοισ τῶν ποταμῶν ἐστιν ὁ Νεῖλοσ, οὐδ’ οὕτω παρὰ πάντασ εὐμεταχείριστοσ ὥστε μόνου τούτου τὰ στόματα ὑπὸ τῶν πνευμάτων ἀνακόπτεσθαι καὶ μεταπίπτειν. (Aristides, Aelius, Orationes, 3:2)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 3:2)

유의어

  1. 유순한

  2. easy to deal with or master

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION