Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐμετάβολος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐμετάβολος εὐμετάβολον

Structure: εὐμεταβολ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = eu)meta/dotos

Sense

  1. changeable

Examples

  • ὁ δὲ σκληροκάρδιοσ οὐ συναντᾷ ἀγαθοῖσ. ἀνὴρ εὐμετάβολοσ γλώσσῃ ἐμπεσεῖται εἰσ κακά, (Septuagint, Liber Proverbiorum 17:22)
  • ἐγὼ γοῦν ἂν ἐθέλοιμι μᾶλλον τοὺσ ἀνθρώπουσ λέγειν περὶ ἐμοῦ μήτε γεγονέναι τὸ παράπαν μήτ’ εἶναι Πλούταρχον ἢ λέγειν ὅτι Πλούταρχόσ ἐστιν ἄνθρωποσ ἀβέβαιοσ εὐμετάβολοσ, εὐχερὴσ πρὸσ ὀργήν, ἐπὶ τοῖσ τυχοῦσι τιμωρητικόσ, μικρόλυποσ· (Plutarch, De superstitione, section 10 3:4)
  • ἐδόκει δ’ ἀκόλαστοσ ἡ μήτηρ εἶναι τοῦ Νέπωτοσ, αὐτὸσ δέ τισ εὐμετάβολοσ. (Plutarch, Cicero, chapter 26 7:1)
  • διὸ εὐμετάβολοσ φιλία ἡ τῶν νέων· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 43:1)
  • οὐδὲ δὴ ποικίλοσ γε καὶ εὐμετάβολοσ· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 1 117:3)

Synonyms

  1. changeable

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION