Ancient Greek-English Dictionary Language

εὔφωνος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὔφωνος

Structure: εὐφων (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fwnh/

Sense

  1. sweet-voiced, musical
  2. loud-voiced

Examples

  • ἀλλ’ οὕτωσ αὐτὰ καλῶσ ἐκεῖνοσ συνύφαγκεν καὶ παραπληρώμασιν εὐφώνοισ διείληφεν ὥστε μεγαλοπρεπέστατα φαίνεσθαι πάντων ὀνομάτων· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1633)
  • "αὕτη δ’ ἀληθῶσ μεμιγμένα πυρὶ φθέγγεται καὶ διὰ τῶν μελῶν ἀναφέρει τὴν ἀπὸ τῆσ καρδίασ θερμότητα Μούσαισ εὐφώνοισ ἰωμένη τὸν ἔρωτα κατὰ Φιλόξενον. (Plutarch, Amatorius, section 18 2:5)
  • ταύταισ ἐπὶ συντυχίαισ δόξαν φέρει λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί <νιν> ἵπποισ τε κλυτὰν καὶ σὺν εὐφώνοισ θαλίαισ ὀνυμαστάν. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 1 13:1)

Synonyms

  1. sweet-voiced

  2. loud-voiced

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION