ἐρημία?
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사: erēmia
고전 발음: [에레:미아]
신약 발음: [애레미아]
기본형:
ἐρημία
형태분석:
ἐρημι
(어간)
+
α
(어미)
뜻
- 황무지, 사막, 황야, 고독
- 적막, 고독, 황폐, 외로움, 쓸쓸함, 황량하게 하기
- 필요, 부족, 요구, 결석, 부재
- a solitude, desert, wilderness
- solitude, loneliness, isolation, desolation, being left alone
- want of, absence, none, freedom from
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καίτοι ταῦτα πάντα ὁπόσα εἶπον, τὸ θάλπος, τὸ δίψος, ἡ ἐρημία, τὸ μηδὲν ἔχειν ἐκ τῆς γῆς λαβεῖν, ἧττον ὑμῖν δυσχερῆ εἶναι δόξει τοῦ λεχθησομένου, καὶ δἰ ὃ φευκτέα πάντως ἡ χώρα ἐκείνη: (Lucian, Dipsades 4:1)
(루키아노스, Dipsades 4:1)
- οὐδ ἡντιναοῦν ἀλλὰ πενόμενος ἐγὼ καὶ τῶν ἀναγκαίων ἀπορούμενος καὶ ὑπὸ τῶν διδασκάλων ἐλεούμενος ἐπαιδευόμην, καί μοι τοιαῦτα παρὰ τοῦ πατρὸς ἦν πρὸς τὸ μαθεῖν ἐφόδια, λύπη καὶ ἐρημία καὶ ἀπορία καὶ μῖσος οἰκείων καὶ ἀποστροφὴ συγγενῶν. (Lucian, Abdicatus, (no name) 24:6)
(루키아노스, Abdicatus, (no name) 24:6)
- οὐκ ἀπῳδὰ δὲ καὶ τὰ πρὸ τούτων, ἀλλὰ τοῖς Ἰλιακοῖς συγγενῆ, Ἀχιλλέως ἐν Σκύρῳ παρθένευσις καὶ Ὀδυσσέως μανία καὶ Φιλοκτήτου ἐρημία, καὶ ὅλως ἡ πᾶσα Ὀδύσσειος πλάνη καὶ Κίρκη καὶ Τηλέγονος καὶ ἡ Αἰόλου τῶν ἀνέμων δυναστεία καὶ τὰ ἄλλα μέχρι τῆς τῶν μνηστήρων τιμωρίας: (Lucian, De saltatione, (no name) 46:4)
(루키아노스, De saltatione, (no name) 46:4)
- ἐν ἀσφαλεῖ γὰρ ἥδ ἐρημία. (Euripides, Hecuba, episode19)
(에우리피데스, Hecuba, episode19)
- τἄνδον δὲ πιστὰ κἀρσένων ἐρημία· (Euripides, Hecuba, episode 1:41)
(에우리피데스, Hecuba, episode 1:41)
- τὰ γὰρ ἔθνη καὶ οἱ βασιλεῖς, οἵτινες οὐ δουλεύσουσί σοι, ἀπολοῦνται καὶ τὰ ἔθνη ἐρημίᾳ ἐρημωθήσεται. (Septuagint, Liber Isaiae 60:12)
(70인역 성경, 이사야서 60:12)
- ὥσπερ γὰρ ἐχάρη ἐπὶ τῇ σῇ πτώσει καὶ εὐφράνθη ἐπὶ τῷ πτώματί σου, οὕτως λυπηθήσεται ἐπὶ τῇ ἑαυτῆς ἐρημίᾳ. (Septuagint, Liber Baruch 4:33)
(70인역 성경, 바룩서 4:33)
- ἐγὼ γὰρ πάλαι ὁρῶσά σε νέον ὄντα καὶ καλὸν ὁποῖον οὐκ οἶδα εἴ τινα ἕτερον ἡ Φρυγία τρέφει, μακαρίζω μὲν τοῦ κάλλους, αἰτιῶμαι δὲ τὸ μὴ ἀπολιπόντα τοὺς σκοπέλους καὶ ταυτασὶ τὰς πέτρας κατ ἄστυ ζῆν, ἀλλὰ διαφθείρειν τὸ κάλλος ἐν ἐρημίᾳ. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 13:3)
(루키아노스, Dearum judicium, (no name) 13:3)