ἔρεισμα
Third declension Noun; Neuter
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἔρεισμα
ἔρεισματος
Structure:
ἐρεισματ
(Stem)
Sense
- a prop, stay, support, the props
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐν φόβῳ Κυρίου ἐλπὶσ ἰσχύοσ, τοῖσ δὲ τέκνοισ αὐτοῦ καταλείπει ἔρεισμα. (Septuagint, Liber Proverbiorum 14:26)
- ὑπώροφα μέλαθρα καὶ γεραιὰ δέμνι’, ἀμφὶ βάκτροισ ἔρεισμα θέμενοσ, ἐστάλην ἰηλέμων γόων ἀοι‐ δὸσ ὥστε πολιὸσ ὄρνισ, ἔπεα μόνον καὶ δόκη‐ μα νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων, τρομερὰ μέν, ἀλλ’ ὅμωσ πρόθυμ’. (Euripides, Heracles, choral, strophe 11)
- ἔρεισμα τῶν Ἀθηνῶν,^ τὸ πρόβλημα τῆσ Ἑλλάδοσ· (Lucian, Timon, (no name) 49:1)
- ἐπὶ τούτοισ Πίνδαροσ ἔρεισμα τῆσ Ἑλλάδοσ προσεῖπε τὰσ Ἀθήνασ, οὐχ ὅτι ταῖσ Φρυνίχου τραγῳδίαισ καὶ Θέσπιδοσ ὤρθουν τοὺσ Ἕλληνασ, ἀλλ’ ὅτι πρῶτον, ὥσ φησιν αὐτόσ, ἐπ’ Ἀρτεμισίῳ παῖδεσ Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ’ ἐλευθερίασ· (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 7 5:2)
- "τοῦτο μέντοι τὸ συνεκτικὸν ἁπάσησ κοινωνίασ καὶ νομοθεσίασ ἔρεισμα καὶ βάθρον οὐ κύκλῳ περιιόντεσ οὐδὲ κρύφα καὶ δι’ αἰνιγμάτων, ἀλλὰ τὴν πρώτην τῶν κυριωτάτων δοξῶν προσβαλόντεσ εὐθὺσ ἀνατρέπουσιν. (Plutarch, Adversus Colotem, section 31 1:12)
Synonyms
-
a prop
- στῆριγξ (a support, prop, stay)
- ἀντηρίς (a prop, stay, support)
- ἕρμα (prop, support, foundation)
- ἕδρανον (a stay, support)
- ἵδρυμα (stay, support)
- ὄχημα (anything that bears or supports, stay)
- ὑποστάτης (that which stands under, a support, prop)
- στηριγμός (a propping, supporting;, fixedness)