- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐράσμιος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: erasmios 고전 발음: [에라미오] 신약 발음: [애라미오]

기본형: ἐράσμιος ἐράσμιος ἐράσμιον

형태분석: ἐρασμι (어간) + ος (어미)

  1. 즐거운, 사랑스러운, 아리따운
  2. 그리운, 사랑받는, 친애하는
  1. lovely, pleasant
  2. beloved, desired

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐράσμιος

즐거운 (이)가

ἐράσμιον

즐거운 (것)가

속격 ἐρασμίου

즐거운 (이)의

ἐρασμίου

즐거운 (것)의

여격 ἐρασμίῳ

즐거운 (이)에게

ἐρασμίῳ

즐거운 (것)에게

대격 ἐράσμιον

즐거운 (이)를

ἐράσμιον

즐거운 (것)를

호격 ἐράσμιε

즐거운 (이)야

ἐράσμιον

즐거운 (것)야

쌍수주/대/호 ἐρασμίω

즐거운 (이)들이

ἐρασμίω

즐거운 (것)들이

속/여 ἐρασμίοιν

즐거운 (이)들의

ἐρασμίοιν

즐거운 (것)들의

복수주격 ἐράσμιοι

즐거운 (이)들이

ἐράσμια

즐거운 (것)들이

속격 ἐρασμίων

즐거운 (이)들의

ἐρασμίων

즐거운 (것)들의

여격 ἐρασμίοις

즐거운 (이)들에게

ἐρασμίοις

즐거운 (것)들에게

대격 ἐρασμίους

즐거운 (이)들을

ἐράσμια

즐거운 (것)들을

호격 ἐράσμιοι

즐거운 (이)들아

ἐράσμια

즐거운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὁ μὲν Ἔρως ὅλος παρελθὼν εἰς αὐτὴν ἀναγκάσει τὴν γυναῖκα ἐρᾶν, ὁ δ Ἵμερος αὐτῷ σοι περιχυθεὶς τοῦθ ὅπερ ἐστίν, ἱμερτόν τε θήσει καὶ ἐράσμιον. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 15:6)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 15:6)

  • λοιπὸν οὖν δὴ ἐκεῖνο, πεπεισμένον ὑπὸ τῶν κολάκων ὡς οὐ μόνον καλὸς εἶ καὶ ἐράσμιος ἀλλὰ σοφὸς καὶ ῥήτωρ καὶ συγγραφεὺς οἱο῀ς οὐδ ἕτερος, ὠνεῖσθαι τὰ βιβλία, ὡς ἀληθεύοις τοὺς ἐπαίνους αὐτῶν. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 20:1)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 20:1)

  • ἡγοῦνται γὰρ καὶ τὴν ὠλένην αὐταῖς στιλπνοτέραν φανεῖσθαι συναπολάμπουσαν τῷ χρυσῷ καὶ τοῦ ποδὸς τὸ μὴ εὐπερίγραφον λήσειν ὑπὸ χρυσῷ σανδάλῳ καὶ τὸ πρόσωπον αὐτὸ ἐρασμιώτερον γενήσεσθαι τῷ φαεινοτάτῳ συνορώμενον. (Lucian, De Domo, (no name) 7:3)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 7:3)

  • ἐν δὴ τούτοις καὶ Μακέτιν γυναῖκα πλουσίαν, ἔξωρον μέν, ἐράσμιον δὲ ἔτι εἶναι βουλομένην, ἐξευρόντες ἐπεσιτίσαντό τε τὰ ἀρκοῦντα παρ αὐτῆς καὶ ἠκολούθησαν ἐκ τῆς Βιθυνίας εἰς τὴν Μακεδονίαν. (Lucian, Alexander, (no name) 6:2)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 6:2)

  • καίτοι τὰ μὲν σά, ὦ χρυσοκόμη, μέτρια, εἰ Πάνθου υἱὸς ὢν ἐτίμας τὸ χρυσίον ὁ δὲ πάντων θεῶν πατὴρ καὶ ἄνδρων, ὁ Κρόνου καὶ Ῥέας, ὁπότε ἠράσθη τῆς Ἀργολικῆς ἐκείνης μείρακος, οὐκ ἔχων εἰς ὅ τι ἐρασμιώτερον αὑτὸν μεταβάλοι οὐδὲ ὅπως ἂν ^ διαφθείρειε τοῦ Ἀκρισίου τὴν φρουράν - ἀκούεις δήπου ὡς χρυσίον ἐγένετο καὶ ῥυεὶς διὰ τοῦ τέγους συνῆν τῇ ἀγαπωμένῃ. (Lucian, Gallus, (no name) 13:5)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 13:5)

  • ἀλλὰ τανῦν πάντεσσιν ἐράσμιος: (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 3442)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 3442)

유의어

  1. 즐거운

  2. 그리운

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION