Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπώνυμος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐπώνυμος ἐπώνυμος ἐπώνυμον

Structure: ἐπωνυμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: o)/numa, aeolic for o)/noma

Sense

  1. named in a significant manner, with a significant name
  2. surnamed
  3. concerning giving one's name to something
  4. (neuter substantive) surname

Examples

  • ἐπώνυμοσ μὲν κάρτα καὶ φιλόπτολισ Δόλων· (Euripides, Rhesus, episode, iambic17)
  • ἐπώνυμοσ δὲ σοῦ πόλισ κεκλήσεται. (Euripides, episode, anapests 4:7)
  • ἐπώνυμοσ δὲ σῆσ ἀφικόμην χθονὸσ Παλλάσ, δρόμῳ σπεύσασ’ Ἀπόλλωνοσ πάρα, ὃσ ἐσ μὲν ὄψιν σφῷν μολεῖν οὐκ ἠξίου, μὴ τῶν πάροιθε μέμψισ ἐσ μέσον μόλῃ, ἡμᾶσ δὲ πέμπει τοὺσ λόγουσ ὑμῖν φράσαι· (Euripides, Ion, episode, iambic 1:3)
  • ὁ δεύτεροσ Ἀχαιόσ, ὃσ γῆσ παραλίασ Ῥίου πέλασ τύραννοσ ἔσται, κἀπισημανθήσεται κείνου κεκλῆσθαι λαὸσ ὄνομ’ ἐπώνυμοσ. (Euripides, Ion, episode, iambic 3:10)
  • ὦ Πολύνεικεσ, ἔφυσ ἄρ’ ἐπώνυμοσ· (Euripides, Phoenissae, episode, lyric3)

Synonyms

  1. surnamed

  2. concerning giving one's name to something

  3. surname

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION