Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπώνυμος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐπώνυμος ἐπώνυμος ἐπώνυμον

Structure: ἐπωνυμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: o)/numa, aeolic for o)/noma

Sense

  1. named in a significant manner, with a significant name
  2. surnamed
  3. concerning giving one's name to something
  4. (neuter substantive) surname

Examples

  • θανάτουσ θανά‐ των τά τ’ ἐπώνυμα δεῖπνα Θυέστου λέκτρα τε Κρήσσασ Αἐρόπασ δολί‐ ασ δολίοισι γάμοισ· (Euripides, choral, epode6)
  • καὶ τοῦδε χάριν ἐσ τὸ ἔπειτα ἐγένοντο Συρίασ στρατηγοὶ τῶν τὰ ἐπώνυμα ἀρξάντων ἐν ἄστει, ἵνα ἔχοιεν ἐξουσίαν καταλόγου τε στρατιᾶσ καὶ πολέμου οἱᾶ ὕπατοι. (Appian, The Foreign Wars, chapter 8 6:3)
  • καὶ διαδέχεται Μιθριδάτησ υἱόσ, ᾧ Διόνυσοσ καὶ εὐπάτωρ ἐπώνυμα ἦν. (Appian, The Foreign Wars, chapter 2 3:2)
  • ὁπόσα δὲ ἐσ ἔργων ἔχει οἱ κατασκευήν, ἀξιολογώτατά ἐστι λουτρὰ ἐπώνυμα αὐτοῦ καὶ θέατρον μέγα κυκλοτερὲσ πανταχόθεν καὶ οἰκοδόμημα ἐσ ἵππων δρόμουσ προῆκον καὶ ἐσ δύο σταδίων μῆκοσ, καὶ ἡ Ῥωμαίων ἀγορὰ κόσμου τε ἕνεκα τοῦ λοιποῦ θέασ ἀξία καὶ μάλιστα ἐσ τὸν ὄροφον χαλκοῦ πεποιημένον. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 12 10:3)
  • τοῦ δὲ Ἡρακλείου γυμνάσιον ἔχεται καὶ στάδιον, ἀμφότερα ἐπώνυμα τοῦ θεοῦ. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 11 12:1)

Synonyms

  1. surnamed

  2. concerning giving one's name to something

  3. surname

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION