- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπονείδιστος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: eponeidistos 고전 발음: [에뽀네] 신약 발음: [애뽀니디]

기본형: ἐπονείδιστος ἐπονείδιστον

형태분석: ἐπονειδιστ (어간) + ος (어미)

  1. 불명예스러운, 부끄러운, 망신스러운, 수치스러운, 부끄러워해야 할
  1. to be reproached, shameful, ignominious, matter of reproach

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐπονείδιστος

불명예스러운 (이)가

ἐπονείδιστον

불명예스러운 (것)가

속격 ἐπονειδίστου

불명예스러운 (이)의

ἐπονειδίστου

불명예스러운 (것)의

여격 ἐπονειδίστῳ

불명예스러운 (이)에게

ἐπονειδίστῳ

불명예스러운 (것)에게

대격 ἐπονείδιστον

불명예스러운 (이)를

ἐπονείδιστον

불명예스러운 (것)를

호격 ἐπονείδιστε

불명예스러운 (이)야

ἐπονείδιστον

불명예스러운 (것)야

쌍수주/대/호 ἐπονειδίστω

불명예스러운 (이)들이

ἐπονειδίστω

불명예스러운 (것)들이

속/여 ἐπονειδίστοιν

불명예스러운 (이)들의

ἐπονειδίστοιν

불명예스러운 (것)들의

복수주격 ἐπονείδιστοι

불명예스러운 (이)들이

ἐπονείδιστα

불명예스러운 (것)들이

속격 ἐπονειδίστων

불명예스러운 (이)들의

ἐπονειδίστων

불명예스러운 (것)들의

여격 ἐπονειδίστοις

불명예스러운 (이)들에게

ἐπονειδίστοις

불명예스러운 (것)들에게

대격 ἐπονειδίστους

불명예스러운 (이)들을

ἐπονείδιστα

불명예스러운 (것)들을

호격 ἐπονείδιστοι

불명예스러운 (이)들아

ἐπονείδιστα

불명예스러운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σοφὸς γίνου, υἱέ, ἵνα σου εὐφραίνηται ἡ καρδία, καὶ ἀπόστρεψον ἀπὸ σοῦ ἐπονειδίστους λόγους. (Septuagint, Liber Proverbiorum 27:11)

    (70인역 성경, 잠언 27:11)

  • πρὸς δὲ τοὺς προφέροντας τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν λέγοι τις ἂν ὅτι οὐκ ἔστι ταῦθ ἡδέα οὐ γὰρ εἰ τοῖς κακῶς διακειμένοις ἡδέα ἐστίν, οἰητέον αὐτὰ καὶ ἡδέα εἶναι πλὴν τούτοις, καθάπερ οὐδὲ τὰ τοῖς κάμνουσιν ὑγιεινὰ ἢ γλυκέα ἢ πικρά, οὐδ αὖ λευκὰ τὰ φαινόμενα τοῖς ὀφθαλμιῶσιν: (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 10 29:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 10 29:1)

  • πολλάκις δ ὁ τοιοῦτος καὶ διαιρουμένων τοὺς ἀντισφαιριοῦντας ἀχώριστος περιγίγνεται, καὶ ἐν χοροῖς δ εἰς τὰς ἐπονειδίστους χώρας ἀπελαύνεται, καὶ μὴν ἐν ὁδοῖς παραχωρητέον αὐτῷ καὶ ἐν θάκοις καὶ ἐν τοῖς νεωτέροις ὑπαναστατέον, καὶ τὰς μὲν προσηκούσας κόρας οἴκοι θρεπτέον, καὶ ταύταις τῆς ἀνανδρίας αἰτίαν ὑφεκτέον, γυναικὸς δὲ κενὴν ἑστίαν οὐ περιοπτέον καὶ ἅμα τούτου ζημίαν ἀποτειστέον, λιπαρὸν δὲ οὐ πλανητέον οὐδὲ μιμητέον τοὺς ἀνεγκλήτους, ἢ πληγὰς ὑπὸ τῶν ἀμεινόνων ληπτέον. (Xenophon, Minor Works, , chapter 9 6:1)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 9 6:1)

  • ἐπονειδίστους ποιῶσι τὰς αὑτῶν περιπετείας: (Polybius, Histories, book 11, chapter 3 1:1)

    (폴리비오스, Histories, book 11, chapter 3 1:1)

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION