ἐπισπάω
α-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
ἐπισπάω
ἐπισπάσω
Structure:
ἐπι
(Prefix)
+
σπά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to draw or drag after, by, having dragged, to bring on, cause
- to pull to, being drawn tight
- to attract, gain, win
- to draw on, allure, persuade, induce
- returning with a rush
- to become uncircumcised
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Ἔρωτεσ δέ τινεσ μειδιῶντεσ ὁ μὲν κατόπιν ἐφεστὼσ ἀπάγει τῆσ κεφαλῆσ τὴν καλύπτραν καὶ δείκνυσι τῷ νυμφίῳ τὴν Ῥωξάνην, ὁ δέ τισ μάλα δουλικῶσ ἀφαιρεῖ τὸ σανδάλιον ἐκ τοῦ ποδόσ, ὡσ κατακλίνοιτο ἤδη, ἄλλοσ τῆσ χλανίδοσ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐπειλημμένοσ, Ἔρωσ καὶ οὗτοσ, ἕλκει αὐτὸν πρὸσ τὴν Ῥωξάνην πάνυ βιαιωσ ἐπισπώμενοσ, ὁ βασιλεὺσ δὲ αὐτὸσ μὲν στέφανόν τινα ὀρέγει τῇ παιδί, πάροχοσ δὲ καὶ νυμφαγωγὸσ Ἡφαιστίων συμπάρεστι δᾷδα καιομένην ἔχων, μειρακίῳ πάνυ ὡραίῳ ἐπερειδόμενοσ, Ὑμέναιοσ οἶμαί ἐστιν· (Lucian, Herodotus 9:3)
- τοῦτο δὲ πάντωσ προσέθηκε τὸ Καρχηδόνα τεκμήριον οἰόμενοσ αὑτῷ γενέσθαι τῆσ ἀληθείασ ἐναργέστατον, οὐ συνῆκε δὲ καθ’ ἑαυτοῦ τὸν ἔλεγχον ἐπισπώμενοσ. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 19:2)
- ἀπαντῶντι τῷ Δεινοκράτει συμπεσόντεσ ἐκεῖνον μὲν ἐτρέψαντο, τῶν δὲ πεντακοσίων, οἳ τήν χώραν τῶν Μεσσηνίων παρεφύλαττον, ἐξαίφνησ ἐπιφερομένων καὶ τῶν πρότερον ἡττημένων, ὡσ τούτουσ κατεῖδον, αὖθισ ἀνὰ τοὺσ λόφουσ ἀθροιζομένων, δείσασ ὁ Φιλοποίμην κυκλωθῆναι καὶ τῶν ἱππέων φειδόμενοσ ἀνεχώρει διὰ τόπων χαλεπῶν, αὐτὸσ οὐραγῶν καὶ πολλάκισ ἀντεξελαύνων τοῖσ πολεμίοισ καὶ ὅλωσ ἐπισπώμενοσ ἐφ’ ἑαυτόν, οὐ τολμώντων ἀντεμβαλεῖν ἐκείνων, ἀλλὰ κραυγαῖσ καὶ περιδρομαῖσ χρωμένων ἄποθεν. (Plutarch, Philopoemen, chapter 18 5:1)
- ὀλίγασ δέ τινασ ἐξ αὐτῶν εἰσ τὸ ἄντρον, ἐν ᾧ πλησίον ὄντι ἐτύγχανε τὴν δίαιταν ποιούμενοσ, ἀποκρύπτεται ἔμπαλιν τῆσ κατὰ φύσιν τοῖσ ζῴοισ πορείασ ἐπισπώμενοσ ἑκάστην κατ’ οὐράν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 39 3:1)
- ἐβόα τε μέγιστον ἕπεσθαί οἱ τοὺσ ἐθέλοντασ σῴζεσθαι τὴν πατρίδα καὶ τὸ κράσπεδον τοῦ ἱματίου ἐσ τὴν κεφαλὴν περιεσύρατο, εἴτε τῷ παρασήμῳ τοῦ σχήματοσ πλέονάσ οἱ συντρέχειν ἐπισπώμενοσ, εἴτε πολέμου τι σύμβολον τοῖσ ὁρῶσιν ὡσ κόρυθα ποιούμενοσ, εἴτε θεοὺσ ἐγκαλυπτόμενοσ ὧν ἔμελλε δράσειν. (Appian, The Civil Wars, book 1, chapter 2 3:5)
Synonyms
-
to draw or drag after
-
to pull to
- σπάω (to draw tight, pull)
-
to attract
-
to draw on
- προάγω (to lead on, induce, persuade)
-
returning with a rush
Derived
- ἀνασπάω (to draw up, pull up, he drew his)
- ἀποσπάω (to tear or drag away from, to tear, from)
- διασπάω (to tear asunder, part forcibly, to tear down)
- ἐκσπάω (to draw out, having drawn, their)
- ἐξανασπάω (to tear away from, to tear up from)
- κατασπάω (to draw or pull down, to haul, down to the sea)
- μετασπάω (to draw over from one side to another)
- παρασπάω (to draw forcibly aside, wrest aside, to detach)
- περισπάω (I draw off from around, strip off, I strip myself of)
- σπάω (to draw, to be drawn, having their)
- συνανασπάω (to draw up together)
- συνεπισπάω (to draw on together, to draw on along with one)
- συσπάω (to draw together, draw up, contract)
- ὑποσπάω (to draw away from under, to withdraw secretly, withdrew)