ἐντρίβω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐντρίβω
ἐντρίψω
형태분석:
ἐν
(접두사)
+
τρίβ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 가지다, 먹다, 소유하다, 문지르다, 쥐다, 함께하다, 치르다
- to rub in or into
- to rub, with, to have, rubbed in, to be anointed, painted
- to wear away by rubbing
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀμήχανον δὲ παντὸσ ἀνδρὸσ ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖσ τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴσ φανῇ. (Sophocles, Antigone, episode4)
(소포클레스, Antigone, episode4)
- Ιἀμβεῖα Σοφοκλέουσ ἐξ Ἀντιγόνησἀμήχανον δὲ παντὸσ ἀνδρὸσ ἐκμαθεῖνψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂνἀρχαῖσ τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴσ φανῇ. (Demosthenes, Speeches 11-20, 324:4)
(데모스테네스, Speeches 11-20, 324:4)
- ἐλθὼν δὲ ἐπὶ τὰ Ἄλπεια ὄρη, καὶ μηδεμίαν μήτε δίοδον μήτε ἄνοδον εὑρών ἁ̓πόκρημνα γάρ ἐστιν ἰσχυρῶσ̓, ἐπέβαινε κἀκείνοισ ὑπὸ τόλμησ, κακοπαθῶν χιονοσ τε πολλῆσ οὔσησ καὶ κρύουσ, τὴν μὲν ὕλην τέμνων τε καὶ κατακαίων, τὴν δὲ τέφραν σβεννὺσ ὕδατι καὶ ὄξει, καὶ τὴν πέτραν ἐκ τοῦδε ψαφαρὰν γιγνομένην σφύραισ σιδηραῖσ θραύων, καὶ ὁδὸν ποιῶν ἣ καὶ νῦν ἐστιν ἐπὶ τῶν ὀρῶν ἐντριβὴσ καὶ καλεῖται δίοδοσ Ἀννίβου. (Appian, The Foreign Wars, chapter 1 4:4)
(아피아노스, The Foreign Wars, chapter 1 4:4)
- σχεδὸν ἐννοῶ ἀκούων καὶ αὐτὸσ ταῦτα ἃ λέγεισ, ἐπεὶ ἐντριβήσ γε οὐδαμῶσ γέγονα τῇ τοιαύτῃ τέχνῃ. (Plato, Laws, book 6 127:1)
(플라톤, Laws, book 6 127:1)
유의어
-
to rub in or into
-
가지다
-
to wear away by rubbing
- ὑποτρίβω (해지다, 닳다)
- ψήχω (닳다, 해지다)
- τρίβω (해지다, 닳다)
- ἀποτρύω (지치게 하다, 닳아 없어지다, 감퇴하다)
- ἐκτρίβω (지치게 하다, 닳아 없어지다, 감퇴하다)
- κατατρίβω (닳다)
- τρύω (닳다, 지치게 하다, 닳아 없어지다)
- καταξαίνω (to wear or waste away)
- τείρω (괴롭히다, 닳아 없어지다, 지치게 하다)
파생어
- ἀνατρίβω (to rub well, rub clean, to be worn away)
- ἀποδιατρίβω (to wear quite away, to waste utterly)
- ἀποτρίβω (지치게 하다, 닳아 없어지다, 닳다)
- διατρίβω (낭비하다, 소비하다, 먹어치우다)
- ἐκτρίβω (생산하다, 만들다, 제작하다)
- ἐπιτρίβω (다지다, 파하다, 눌러 부수다)
- κατατρίβω (닳다, 닳아 없어지다, 지치게 하다)
- παρατρίβω (문지르다, 바르다, 비비다)
- προσανατρίβομαι (자주 가다, 서식하다, 출몰하다)
- προστρίβω (덧붙다, 묶다, 붙이다)
- συνεπιτρίβω (to destroy at once)
- συντρίβω (문지르다, 바르다, 비비다)
- τρίβω (문지르다, 바르다, 두근거리다)
- ὑποτρίβω (해지다, 닳다, 갈다)