ἐνέχω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐνέχω
ἐνέξω
형태분석:
ἐν
(접두사)
+
έ̓χ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 걸리다, 잡히다
- 찌르다, 꿰뚫다, 뚫다
- 몰아대다, 다그치다, 뒤쫓다
- to hold within, to lay up, cherish inward
- to be held, caught, entangled in, was seized with
- to be obnoxious, liable or subject to
- to enter in, pierce
- to press upon, be urgent against
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- δεινὴ δὲ καὶ τὰ ἄλλα, καὶ ^ τεχνῖτισ παρ’ ἥντινα βούλει τῶν ἑταιρῶν ἐπισπάσασθαι ἐραστὴν καὶ ἀμφίβολον ἔτι ὄντα ὅλον ὑποποιήσασθαι καὶ ἐνεχόμενον ἤδη ἐπιτεῖναι καὶ προσεκκαῦσαι ἄρτι μὲν ὀργῇ, ἄρτι δὲ κολακείᾳ, καὶ μετὰ μικρὸν ὑπεροψίᾳ καὶ τῷ πρὸσ ἕτερον ἀποκλίνειν δοκεῖν, καὶ ὅλη συνεκεκρότητο ἁπανταχόθεν ἡ γυνὴ καὶ πολλὰ μηχανήματα παρεσκεύαστο κατὰ τῶν ἐραστῶν. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 13:6)
(루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 13:6)
- τὸ γάρ εἰσ τὸν σίδηρον ἔμβλημα τοῦ ξύλου πρότερον μὲν ἦν δυσὶ περόναισ κατειλημμένον σιδηραῖσ, τότε δὲ ὁ Μάριοσ τὴν μέν, ὥσπερ εἶχεν, εἰάσε, τὴν δὲ ἑτέραν ἐξελὼν ξύλινον ἧλον εὔθραυστον ἀντ’ αὐτῆσ ἐνέβαλε, τεχνάζων προσπεσόντα τὸν ὑσσὸν τῷ θυρεῷ τοῦ πολεμίου μὴ μένειν ὀρθόν, ἀλλὰ τοῦ ξυλίνου κλασθέντοσ ἥλου καμπὴν γίνεσθαι περὶ τὸν σίδηρον καὶ παρέλκεσθαι τὸ δόρυ, διὰ τὴν στρεβλότητα τῆσ αἰχμῆσ ἐνεχόμενον. (Plutarch, Caius Marius, chapter 25 1:4)
(플루타르코스, Caius Marius, chapter 25 1:4)
- ἐπεὶ δὲ ἑώρα τὸν Ὀκτάβιον ἐνεχόμενον τῷ νόμῳ καὶ κατέχοντα τῆσ δημοσίασ χώρασ συχνὴν ὁ Τιβέριοσ, ἐδεῖτο παρεῖναι τὴν φιλονεικίαν, ὑφιστάμενοσ αὐτῷ τὴν τιμὴν ἀποδώσειν ἐκ τῶν ἰδίων, καίπερ οὐ λαμπρῶν ὄντων, οὐκ ἀνασχομένου δὲ τοῦ Ὀκταβίου, διαγράμματι τὰσ ἄλλασ ἀρχὰσ ἁπάσασ ἐκώλυσε χρηματίζειν, ἄχρι ἂν ἡ περὶ τοῦ νόμου διενεχθῇ ψῆφοσ· (Plutarch, Tiberius Gracchus, chapter 10 5:1)
(플루타르코스, Tiberius Gracchus, chapter 10 5:1)
- ἐνταῦθα δὴ τῶν Ἀθηναίων οἱ φρονιμώτατοι συνορῶντεσ τὸν Σόλωνα μόνον μάλιστα τῶν ἁμαρτημάτων ἐκτὸσ ὄντα, καὶ μήτε τοῖσ πλουσίοισ κοινωνοῦντα τῆσ ἀδικίασ μήτε ταῖσ τῶν πενήτων ἀνάγκαισ ἐνεχόμενον, ἐδέοντο τοῖσ κοινοῖσ προσελθεῖν καὶ καταπαῦσαι τὰσ διαφοράσ. (Plutarch, , chapter 14 1:1)
(플루타르코스, , chapter 14 1:1)
- κἀκεῖνοσ οὐχ ὁρᾶν ἔφη, πῶσ ἂν αὐτὸν ἐξαιτήσαιτο τοσούτοισ ἐνεχόμενον ἐγκλήμασιν, ἐξ ὧν σαφῶσ ἀποδείκνυται τοῦ βασιλέωσ ἐπίβουλοσ καὶ τῶν παρόντων τῷ μειρακίῳ κακῶν αἴτιοσ γεγονώσ, εἰ μὴ βούλεται τὸ πανοῦργον καὶ τὰσ ἀρνήσεισ ἀφεὶσ προσομολογῆσαι μὲν τὰ κατηγορημένα, συγγνώμην δ’ αἰτήσασθαι παρὰ τἀδελφοῦ καὶ φιλοῦντοσ· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 713:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 713:1)
파생어
- ἀνέχω (지지하다, 추켜세우다, 올리다)
- ἀντέχω (가지다, 지내다, 잡다)
- ἀπέχω (막다, 차단하다, 지체하게 하다)
- διέχω (막다, 차단하다, 겪다)
- εἰσέχω (도달하다, 뻗다, 닿다)
- ἐξανέχω (견디다, 참다, 인내하다)
- ἐξέχω (등장하다, 나타나다, 보이게 되다)
- ἐπανέχω (지지하다, 지탱하다, 받치다)
- ἐπέχω (제공하다, 바치다, 내다)
- ἔχω (가지다, 소유하다, 지키다)
- κατέχω (꽉 잡다, 지체하게 하다, 제한하다)
- μετέχω (간섭하다, 개입하다, 즐기다)
- παρακατέχω (제한하다, 붙잡다, 규제하다)
- παρέχομαι (지나가다, 흘러가다, 지나치다)
- παρέχω (제공하다, 공급하다, 갖추다)
- περιέχω (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- προέχω (앞으로 뻗다, 앞으로 붙들다, 내다)
- προκατέχω (선점하다, 미리 가지다, 선취하다)
- προπαρέχω (to offer before, to supply before)
- προσανέχω (to wait patiently for)
- προσέχω (제공하다, 바치다, 내다)
- προσπαρέχω (to furnish or supply besides)
- συμπαρέχω (to assist in causing, in procuring)
- συνέχω (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ὑπερέχω (가지다, 지내다, 잡다)
- ὑπέχω (가지다, 지내다, 잡다)