헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐνέργεια

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐνέργεια ἐνεργείας

형태분석: ἐνεργει (어간) + α (어미)

어원: from e)nergh/s

  1. 작용, 활동, 활성, 적극
  1. activity, operation, vigour
  2. workmanship
  3. supernatural action, cosmic force
  4. the active principle in Aristotelian ontology (Latin actus)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐνέργεια

작용이

ἐνεργείᾱ

작용들이

ἐνέργειαι

작용들이

속격 ἐνεργείᾱς

작용의

ἐνεργείαιν

작용들의

ἐνεργειῶν

작용들의

여격 ἐνεργείᾱͅ

작용에게

ἐνεργείαιν

작용들에게

ἐνεργείαις

작용들에게

대격 ἐνέργειαν

작용을

ἐνεργείᾱ

작용들을

ἐνεργείᾱς

작용들을

호격 ἐνέργεια

작용아

ἐνεργείᾱ

작용들아

ἐνέργειαι

작용들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπαύγασμα γάρ ἐστι φωτὸσ ἀϊδίου καὶ ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον τῆσ τοῦ Θεοῦ ἐνεργείασ καὶ εἰκὼν τῆσ ἀγαθότητοσ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sapientiae 7:26)

    (70인역 성경, 지혜서 7:26)

  • μοῖραν καὶ εἰσ τὴν πλανᾶσθαι νομιζομένην, καὶ τρίτην τὴν ὑπουράνιον τὴν περὶ γῆν ὑπάρχουσαν ὧν μὲν ἀνωτάτω Κλωθὼ προσαγορεύεται, ἡ δὲ μετ’ αὐτὴν Ἄτροποσ, ἡ κατωτάτω δ’ αὖ Λάχεσισ, δεχομένη μὲν τὰσ οὐρανίασ τῶν ἀδελφῶν ἐνεργείασ, συμπλέκουσα δὲ καὶ διαδιδοῦσα ταύτασ εἰσ τὰ ἐπ’ αὐτῆσ τεταγμένα τὰ ἐπίγεια. (Plutarch, De fato, section 2 1:1)

    (플루타르코스, De fato, section 2 1:1)

  • τὸ δὲ μεταξὺ τῶν ὀνομάτων ψύγμα καὶ ἡ τῶν τραχυνόντων γραμμάτων παράθεσισ τὰ διαλείμματα τῆσ ἐνεργείασ καὶ τὰσ ἐποχὰσ καὶ τὸ τοῦ μόχθου μέγεθοσ· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2033)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 2033)

  • ὅπου δ’ ἂν προσίῃ, εὖ εἰδέναι χρή, ὅτι ἢ ἐνεργείασ ἕνεκα, ἢ ὥστε ἦθοσ ἐν τῷ λόγῳ γενέσθαι, ἐπικατενεχθήσεται. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , chapter 13 6:15)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , chapter 13 6:15)

  • καὶ γὰρ καὶ βοῶν καὶ ἵππων τὰ πηδήματα καὶ τοὺσ ἀφηνιασμοὺσ οὐ τὰσ κινήσεισ οὐδὲ τὰσ ἐνεργείασ ἀφαιροῦσι· (Plutarch, De virtute morali, section 12 5:2)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 12 5:2)

유의어

  1. workmanship

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION