헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐμέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐμέω ἐμέσω ἤμεσα ἐμήμεκα ἐμήμεσμαι ἠμέθην

형태분석: ἐμέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 게우다, 아프다, 앓아 눕다
  1. I vomit, throw up, am sick

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμῶ

(나는) 게운다

ἐμεῖς

(너는) 게운다

ἐμεῖ

(그는) 게운다

쌍수 ἐμεῖτον

(너희 둘은) 게운다

ἐμεῖτον

(그 둘은) 게운다

복수 ἐμοῦμεν

(우리는) 게운다

ἐμεῖτε

(너희는) 게운다

ἐμοῦσιν*

(그들은) 게운다

접속법단수 ἐμῶ

(나는) 게우자

ἐμῇς

(너는) 게우자

ἐμῇ

(그는) 게우자

쌍수 ἐμῆτον

(너희 둘은) 게우자

ἐμῆτον

(그 둘은) 게우자

복수 ἐμῶμεν

(우리는) 게우자

ἐμῆτε

(너희는) 게우자

ἐμῶσιν*

(그들은) 게우자

기원법단수 ἐμοῖμι

(나는) 게우기를 (바라다)

ἐμοῖς

(너는) 게우기를 (바라다)

ἐμοῖ

(그는) 게우기를 (바라다)

쌍수 ἐμοῖτον

(너희 둘은) 게우기를 (바라다)

ἐμοίτην

(그 둘은) 게우기를 (바라다)

복수 ἐμοῖμεν

(우리는) 게우기를 (바라다)

ἐμοῖτε

(너희는) 게우기를 (바라다)

ἐμοῖεν

(그들은) 게우기를 (바라다)

명령법단수 έ̓μει

(너는) 게우어라

ἐμείτω

(그는) 게우어라

쌍수 ἐμεῖτον

(너희 둘은) 게우어라

ἐμείτων

(그 둘은) 게우어라

복수 ἐμεῖτε

(너희는) 게우어라

ἐμούντων, ἐμείτωσαν

(그들은) 게우어라

부정사 ἐμεῖν

게우는 것

분사 남성여성중성
ἐμων

ἐμουντος

ἐμουσα

ἐμουσης

ἐμουν

ἐμουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμοῦμαι

(나는) 게워진다

ἐμεῖ, ἐμῇ

(너는) 게워진다

ἐμεῖται

(그는) 게워진다

쌍수 ἐμεῖσθον

(너희 둘은) 게워진다

ἐμεῖσθον

(그 둘은) 게워진다

복수 ἐμούμεθα

(우리는) 게워진다

ἐμεῖσθε

(너희는) 게워진다

ἐμοῦνται

(그들은) 게워진다

접속법단수 ἐμῶμαι

(나는) 게워지자

ἐμῇ

(너는) 게워지자

ἐμῆται

(그는) 게워지자

쌍수 ἐμῆσθον

(너희 둘은) 게워지자

ἐμῆσθον

(그 둘은) 게워지자

복수 ἐμώμεθα

(우리는) 게워지자

ἐμῆσθε

(너희는) 게워지자

ἐμῶνται

(그들은) 게워지자

기원법단수 ἐμοίμην

(나는) 게워지기를 (바라다)

ἐμοῖο

(너는) 게워지기를 (바라다)

ἐμοῖτο

(그는) 게워지기를 (바라다)

쌍수 ἐμοῖσθον

(너희 둘은) 게워지기를 (바라다)

ἐμοίσθην

(그 둘은) 게워지기를 (바라다)

복수 ἐμοίμεθα

(우리는) 게워지기를 (바라다)

ἐμοῖσθε

(너희는) 게워지기를 (바라다)

ἐμοῖντο

(그들은) 게워지기를 (바라다)

명령법단수 ἐμοῦ

(너는) 게워져라

ἐμείσθω

(그는) 게워져라

쌍수 ἐμεῖσθον

(너희 둘은) 게워져라

ἐμείσθων

(그 둘은) 게워져라

복수 ἐμεῖσθε

(너희는) 게워져라

ἐμείσθων, ἐμείσθωσαν

(그들은) 게워져라

부정사 ἐμεῖσθαι

게워지는 것

분사 남성여성중성
ἐμουμενος

ἐμουμενου

ἐμουμενη

ἐμουμενης

ἐμουμενον

ἐμουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμέσω

(나는) 게우겠다

ἐμέσεις

(너는) 게우겠다

ἐμέσει

(그는) 게우겠다

쌍수 ἐμέσετον

(너희 둘은) 게우겠다

ἐμέσετον

(그 둘은) 게우겠다

복수 ἐμέσομεν

(우리는) 게우겠다

ἐμέσετε

(너희는) 게우겠다

ἐμέσουσιν*

(그들은) 게우겠다

기원법단수 ἐμέσοιμι

(나는) 게우겠기를 (바라다)

ἐμέσοις

(너는) 게우겠기를 (바라다)

ἐμέσοι

(그는) 게우겠기를 (바라다)

쌍수 ἐμέσοιτον

(너희 둘은) 게우겠기를 (바라다)

ἐμεσοίτην

(그 둘은) 게우겠기를 (바라다)

복수 ἐμέσοιμεν

(우리는) 게우겠기를 (바라다)

ἐμέσοιτε

(너희는) 게우겠기를 (바라다)

ἐμέσοιεν

(그들은) 게우겠기를 (바라다)

부정사 ἐμέσειν

게울 것

분사 남성여성중성
ἐμεσων

ἐμεσοντος

ἐμεσουσα

ἐμεσουσης

ἐμεσον

ἐμεσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμέσομαι

(나는) 게워지겠다

ἐμέσει, ἐμέσῃ

(너는) 게워지겠다

ἐμέσεται

(그는) 게워지겠다

쌍수 ἐμέσεσθον

(너희 둘은) 게워지겠다

ἐμέσεσθον

(그 둘은) 게워지겠다

복수 ἐμεσόμεθα

(우리는) 게워지겠다

ἐμέσεσθε

(너희는) 게워지겠다

ἐμέσονται

(그들은) 게워지겠다

기원법단수 ἐμεσοίμην

(나는) 게워지겠기를 (바라다)

ἐμέσοιο

(너는) 게워지겠기를 (바라다)

ἐμέσοιτο

(그는) 게워지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐμέσοισθον

(너희 둘은) 게워지겠기를 (바라다)

ἐμεσοίσθην

(그 둘은) 게워지겠기를 (바라다)

복수 ἐμεσοίμεθα

(우리는) 게워지겠기를 (바라다)

ἐμέσοισθε

(너희는) 게워지겠기를 (바라다)

ἐμέσοιντο

(그들은) 게워지겠기를 (바라다)

부정사 ἐμέσεσθαι

게워질 것

분사 남성여성중성
ἐμεσομενος

ἐμεσομενου

ἐμεσομενη

ἐμεσομενης

ἐμεσομενον

ἐμεσομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμεθήσομαι

(나는) 게워지겠다

ἐμεθήσῃ

(너는) 게워지겠다

ἐμεθήσεται

(그는) 게워지겠다

쌍수 ἐμεθήσεσθον

(너희 둘은) 게워지겠다

ἐμεθήσεσθον

(그 둘은) 게워지겠다

복수 ἐμεθησόμεθα

(우리는) 게워지겠다

ἐμεθήσεσθε

(너희는) 게워지겠다

ἐμεθήσονται

(그들은) 게워지겠다

기원법단수 ἐμεθησοίμην

(나는) 게워지겠기를 (바라다)

ἐμεθήσοιο

(너는) 게워지겠기를 (바라다)

ἐμεθήσοιτο

(그는) 게워지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐμεθήσοισθον

(너희 둘은) 게워지겠기를 (바라다)

ἐμεθησοίσθην

(그 둘은) 게워지겠기를 (바라다)

복수 ἐμεθησοίμεθα

(우리는) 게워지겠기를 (바라다)

ἐμεθήσοισθε

(너희는) 게워지겠기를 (바라다)

ἐμεθήσοιντο

(그들은) 게워지겠기를 (바라다)

부정사 ἐμεθήσεσθαι

게워질 것

분사 남성여성중성
ἐμεθησομενος

ἐμεθησομενου

ἐμεθησομενη

ἐμεθησομενης

ἐμεθησομενον

ἐμεθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̓μουν

(나는) 게우고 있었다

ή̓μεις

(너는) 게우고 있었다

ή̓μειν*

(그는) 게우고 있었다

쌍수 ἠμεῖτον

(너희 둘은) 게우고 있었다

ἠμείτην

(그 둘은) 게우고 있었다

복수 ἠμοῦμεν

(우리는) 게우고 있었다

ἠμεῖτε

(너희는) 게우고 있었다

ή̓μουν

(그들은) 게우고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠμούμην

(나는) 게워지고 있었다

ἠμοῦ

(너는) 게워지고 있었다

ἠμεῖτο

(그는) 게워지고 있었다

쌍수 ἠμεῖσθον

(너희 둘은) 게워지고 있었다

ἠμείσθην

(그 둘은) 게워지고 있었다

복수 ἠμούμεθα

(우리는) 게워지고 있었다

ἠμεῖσθε

(너희는) 게워지고 있었다

ἠμοῦντο

(그들은) 게워지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̓μεσα

(나는) 게우었다

ή̓μεσας

(너는) 게우었다

ή̓μεσεν*

(그는) 게우었다

쌍수 ἠμέσατον

(너희 둘은) 게우었다

ἠμεσάτην

(그 둘은) 게우었다

복수 ἠμέσαμεν

(우리는) 게우었다

ἠμέσατε

(너희는) 게우었다

ή̓μεσαν

(그들은) 게우었다

접속법단수 ἐμέσω

(나는) 게우었자

ἐμέσῃς

(너는) 게우었자

ἐμέσῃ

(그는) 게우었자

쌍수 ἐμέσητον

(너희 둘은) 게우었자

ἐμέσητον

(그 둘은) 게우었자

복수 ἐμέσωμεν

(우리는) 게우었자

ἐμέσητε

(너희는) 게우었자

ἐμέσωσιν*

(그들은) 게우었자

기원법단수 ἐμέσαιμι

(나는) 게우었기를 (바라다)

ἐμέσαις

(너는) 게우었기를 (바라다)

ἐμέσαι

(그는) 게우었기를 (바라다)

쌍수 ἐμέσαιτον

(너희 둘은) 게우었기를 (바라다)

ἐμεσαίτην

(그 둘은) 게우었기를 (바라다)

복수 ἐμέσαιμεν

(우리는) 게우었기를 (바라다)

ἐμέσαιτε

(너희는) 게우었기를 (바라다)

ἐμέσαιεν

(그들은) 게우었기를 (바라다)

명령법단수 έ̓μεσον

(너는) 게우었어라

ἐμεσάτω

(그는) 게우었어라

쌍수 ἐμέσατον

(너희 둘은) 게우었어라

ἐμεσάτων

(그 둘은) 게우었어라

복수 ἐμέσατε

(너희는) 게우었어라

ἐμεσάντων

(그들은) 게우었어라

부정사 ἐμέσαι

게우었는 것

분사 남성여성중성
ἐμεσᾱς

ἐμεσαντος

ἐμεσᾱσα

ἐμεσᾱσης

ἐμεσαν

ἐμεσαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠμεσάμην

(나는) 게워졌다

ἠμέσω

(너는) 게워졌다

ἠμέσατο

(그는) 게워졌다

쌍수 ἠμέσασθον

(너희 둘은) 게워졌다

ἠμεσάσθην

(그 둘은) 게워졌다

복수 ἠμεσάμεθα

(우리는) 게워졌다

ἠμέσασθε

(너희는) 게워졌다

ἠμέσαντο

(그들은) 게워졌다

접속법단수 ἐμέσωμαι

(나는) 게워졌자

ἐμέσῃ

(너는) 게워졌자

ἐμέσηται

(그는) 게워졌자

쌍수 ἐμέσησθον

(너희 둘은) 게워졌자

ἐμέσησθον

(그 둘은) 게워졌자

복수 ἐμεσώμεθα

(우리는) 게워졌자

ἐμέσησθε

(너희는) 게워졌자

ἐμέσωνται

(그들은) 게워졌자

기원법단수 ἐμεσαίμην

(나는) 게워졌기를 (바라다)

ἐμέσαιο

(너는) 게워졌기를 (바라다)

ἐμέσαιτο

(그는) 게워졌기를 (바라다)

쌍수 ἐμέσαισθον

(너희 둘은) 게워졌기를 (바라다)

ἐμεσαίσθην

(그 둘은) 게워졌기를 (바라다)

복수 ἐμεσαίμεθα

(우리는) 게워졌기를 (바라다)

ἐμέσαισθε

(너희는) 게워졌기를 (바라다)

ἐμέσαιντο

(그들은) 게워졌기를 (바라다)

명령법단수 έ̓μεσαι

(너는) 게워졌어라

ἐμεσάσθω

(그는) 게워졌어라

쌍수 ἐμέσασθον

(너희 둘은) 게워졌어라

ἐμεσάσθων

(그 둘은) 게워졌어라

복수 ἐμέσασθε

(너희는) 게워졌어라

ἐμεσάσθων

(그들은) 게워졌어라

부정사 ἐμέσεσθαι

게워졌는 것

분사 남성여성중성
ἐμεσαμενος

ἐμεσαμενου

ἐμεσαμενη

ἐμεσαμενης

ἐμεσαμενον

ἐμεσαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠμέθην

(나는) 게워졌다

ἠμέθης

(너는) 게워졌다

ἠμέθη

(그는) 게워졌다

쌍수 ἠμέθητον

(너희 둘은) 게워졌다

ἠμεθήτην

(그 둘은) 게워졌다

복수 ἠμέθημεν

(우리는) 게워졌다

ἠμέθητε

(너희는) 게워졌다

ἠμέθησαν

(그들은) 게워졌다

접속법단수 ἐμέθω

(나는) 게워졌자

ἐμέθῃς

(너는) 게워졌자

ἐμέθῃ

(그는) 게워졌자

쌍수 ἐμέθητον

(너희 둘은) 게워졌자

ἐμέθητον

(그 둘은) 게워졌자

복수 ἐμέθωμεν

(우리는) 게워졌자

ἐμέθητε

(너희는) 게워졌자

ἐμέθωσιν*

(그들은) 게워졌자

기원법단수 ἐμεθείην

(나는) 게워졌기를 (바라다)

ἐμεθείης

(너는) 게워졌기를 (바라다)

ἐμεθείη

(그는) 게워졌기를 (바라다)

쌍수 ἐμεθείητον

(너희 둘은) 게워졌기를 (바라다)

ἐμεθειήτην

(그 둘은) 게워졌기를 (바라다)

복수 ἐμεθείημεν

(우리는) 게워졌기를 (바라다)

ἐμεθείητε

(너희는) 게워졌기를 (바라다)

ἐμεθείησαν

(그들은) 게워졌기를 (바라다)

명령법단수 ἐμέθητι

(너는) 게워졌어라

ἐμεθήτω

(그는) 게워졌어라

쌍수 ἐμέθητον

(너희 둘은) 게워졌어라

ἐμεθήτων

(그 둘은) 게워졌어라

복수 ἐμέθητε

(너희는) 게워졌어라

ἐμεθέντων

(그들은) 게워졌어라

부정사 ἐμεθῆναι

게워졌는 것

분사 남성여성중성
ἐμεθεις

ἐμεθεντος

ἐμεθεισα

ἐμεθεισης

ἐμεθεν

ἐμεθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμήμεκα

(나는) 게우었다

ἐμήμεκας

(너는) 게우었다

ἐμήμεκεν*

(그는) 게우었다

쌍수 ἐμημέκατον

(너희 둘은) 게우었다

ἐμημέκατον

(그 둘은) 게우었다

복수 ἐμημέκαμεν

(우리는) 게우었다

ἐμημέκατε

(너희는) 게우었다

ἐμημέκᾱσιν*

(그들은) 게우었다

접속법단수 ἐμημέκω

(나는) 게우었자

ἐμημέκῃς

(너는) 게우었자

ἐμημέκῃ

(그는) 게우었자

쌍수 ἐμημέκητον

(너희 둘은) 게우었자

ἐμημέκητον

(그 둘은) 게우었자

복수 ἐμημέκωμεν

(우리는) 게우었자

ἐμημέκητε

(너희는) 게우었자

ἐμημέκωσιν*

(그들은) 게우었자

기원법단수 ἐμημέκοιμι

(나는) 게우었기를 (바라다)

ἐμημέκοις

(너는) 게우었기를 (바라다)

ἐμημέκοι

(그는) 게우었기를 (바라다)

쌍수 ἐμημέκοιτον

(너희 둘은) 게우었기를 (바라다)

ἐμημεκοίτην

(그 둘은) 게우었기를 (바라다)

복수 ἐμημέκοιμεν

(우리는) 게우었기를 (바라다)

ἐμημέκοιτε

(너희는) 게우었기를 (바라다)

ἐμημέκοιεν

(그들은) 게우었기를 (바라다)

명령법단수 ἐμήμεκε

(너는) 게우었어라

ἐμημεκέτω

(그는) 게우었어라

쌍수 ἐμημέκετον

(너희 둘은) 게우었어라

ἐμημεκέτων

(그 둘은) 게우었어라

복수 ἐμημέκετε

(너희는) 게우었어라

ἐμημεκόντων

(그들은) 게우었어라

부정사 ἐμημεκέναι

게우었는 것

분사 남성여성중성
ἐμημεκως

ἐμημεκοντος

ἐμημεκυῑα

ἐμημεκυῑᾱς

ἐμημεκον

ἐμημεκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμήμεσμαι

(나는) 게워졌다

ἐμήμεσαι

(너는) 게워졌다

ἐμήμεσται

(그는) 게워졌다

쌍수 ἐμήμεσθον

(너희 둘은) 게워졌다

ἐμήμεσθον

(그 둘은) 게워졌다

복수 ἐμημέσμεθα

(우리는) 게워졌다

ἐμήμεσθε

(너희는) 게워졌다

ἐμημέσαται

(그들은) 게워졌다

명령법단수 ἐμήμεσο

(너는) 게워졌어라

ἐμημέσθω

(그는) 게워졌어라

쌍수 ἐμήμεσθον

(너희 둘은) 게워졌어라

ἐμημέσθων

(그 둘은) 게워졌어라

복수 ἐμήμεσθε

(너희는) 게워졌어라

ἐμημέσθων

(그들은) 게워졌어라

부정사 ἐμήμεσθαι

게워졌는 것

분사 남성여성중성
ἐμημεσμενος

ἐμημεσμενου

ἐμημεσμενη

ἐμημεσμενης

ἐμημεσμενον

ἐμημεσμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄρξαι δὴ ἐμεῖν. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 21:1)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 21:1)

  • πλήρεισ δὲ αὐτῶν ἐμούντων οἱ στενωποὶ καὶ πρὸσ τοῖσ χαμαιτυπείοισ μαχομένων καὶ μεθ’ ἡμέραν οἱ πλείονεσ αὐτῶν κατακλιθέντεσ ἰατροῖσ παρέχουσιν ἀφορμὰσ περιόδων· (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 22:4)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 22:4)

  • "οὐχ ἱκανά μοι τὰ ἐπὶ τῆσ ἡμέρασ ἔργα, ψεύδεσθαι καὶ ἐπιορκεῖν καὶ τοὺσ τοσούτουσ ὕθλουσ καὶ λήρουσ διαντλεῖν, μᾶλλον δὲ τὸν βόρβορον τῶν λόγων ἐκείνων ἐμεῖν, ἀλλ’ οὐδὲ νυκτὸσ τὴν κακοδαίμονα σχολὴν ἄγειν ἐᾷσ, ἀλλὰ μόνη σοι πάντα ποιῶ καὶ πατοῦμαι καὶ μιαίνομαι,^ καὶ ἀντὶ γλώττησ ὅσα καὶ χειρὶ χρῆσθαι διέγνωκασ καὶ ὥσπερ ἀλλοτρίαν ὑβρίζεισ καὶ ἐπικλύζεισ τοσούτοισ κακοῖσ. (Lucian, Pseudologista, (no name) 22:5)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 22:5)

  • τῷ πτίλῳ μέλλεισ ἐμεῖν; (Aristophanes, Acharnians, Lyric-Scene, strophe 2 1:22)

    (아리스토파네스, Acharnians, Lyric-Scene, strophe 2 1:22)

  • ἐπεὶ δὲ ἤδη σφᾶσ κατὰ τὴν Ζάκυνθον εἶναι ἀπὸ ψιλῆσ τῆσ κεραίασ πλέοντασ, ἔτι καὶ σπείρασ τινὰσ ἐπισυρομένουσ, ὡσ τὸ ῥόθιον ἐπιδέχεσθαι τῆσ ὁρμῆσ, περὶ μέσασ νύκτασ οἱο͂ν ἐν τοσούτῳ σάλῳ ναυτιάσαντα τὸν Δάμωνα ἐμεῖν ἐκκεκυφότα ἐσ τὴν θάλασσαν εἶτα, οἶμαι, τῆσ νεὼσ βιαιότερον ἐσ ὃ ἐκεκύφει μέροσ ἐπικλιθείσησ καὶ τοῦ κύματοσ συναπώσαντοσ, ἐκπεσεῖν αὐτὸν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἐσ τὸ πέλαγοσ, οὐδὲ γυμνὸν τὸν ἄθλιον,^ ὡσ ἂν καὶ ῥᾷον δύνασθαι νεῖν. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 19:8)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 19:8)

유의어

  1. 게우다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION