Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐκπληκτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐκπληκτικός ἐκπληκτική ἐκπληκτικόν

Structure: ἐκπληκτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)kplh/ssw

Sense

  1. striking with consternation, astounding

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὡσ δ’ ἀναβάντεσ ἐπὶ τὸν λόφον ἔστησαν οἱ Κορίνθιοι καὶ θέμενοι τὰσ ἀσπίδασ διανεπαύοντο, τοῦ ἡλίου περιφερομένου καὶ μετεωρίζοντοσ τὴν ἀναθυμίασιν, ὁ μὲν θολερὸσ ἀὴρ ἀθροιζόμενοσ πρὸσ τὰ ὑψηλὰ καὶ συνιστάμενοσ κατενέφωσε τὰσ ἀκρωρείασ, τῶν δὲ ὑπὸ πόδασ τόπων ἀνακαθαιρομένων ὅ τε Κρίμησοσ ἐξεφάνη καὶ διαβαίνοντεσ αὑτὸν ὤφθησαν οἱ πολέμιοι, πρώτοισ μὲν τοῖσ τεθρίπποισ ἐκπληκτικῶσ πρὸσ ἀγῶνα κατεσκευασμένοισ, κατόπιν δὲ τούτων μυρίοισ ὁπλίταισ λευκάσπισι. (Plutarch, Timoleon, chapter 27 2:1)
  • μετὰ δὲ τούτουσ Σωκράτησ Ἀχαιὸσ εἶπεν, ὅτι λίαν αὐτοῖσ ἐκπληκτικῶσ ὁ βασιλεὺσ προσφέρεται· (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 24 15:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION