Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐκπληκτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐκπληκτικός ἐκπληκτική ἐκπληκτικόν

Structure: ἐκπληκτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)kplh/ssw

Sense

  1. striking with consternation, astounding

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τοῖσ μὲν γὰρ αἱρουμένοισ τὰσ ἐκπληκτικὰσ τῶν διηγήσεων προφέρεσθαι καὶ μετ’ αὐξήσεωσ ἔνια καὶ διαθέσεωσ εἰθισμένοισ ἐξαγγέλλειν καλλίστην ὑπόθεσιν ἡ προειρημένη πόλισ ἔχει, τοῖσ δ’ εὐλαβῶσ προσπορευομένοισ πρὸσ πᾶν τὸ παρὰ τὴν κοινὴν ἔννοιαν λεγόμενον ἀπορίαν παρασκευάζει καὶ δυσχρηστίαν. (Polybius, Histories, book 10, iv. res asiae 8:1)
  • οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ διὰ τὸ πάσασ τὰσ ἐκπληκτικὰσ περιπετείασ μίαν ἔχειν φαντασίαν τὴν πρώτην ἀξίαν ἐπιστάσεωσ, τὸ δὲ λοιπὸν οὐ μόνον ἀνωφελῆ γίνεσθαι τὴν ἀκρόασιν καὶ θέαν αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ μετά τινοσ ὀχλήσεωσ ἐπιτελεῖσθαι τὴν ἐνέργειαν τῶν τοιούτων. (Polybius, Histories, book 15, chapter 36 2:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION