- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυσπραξία?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: dyspraxia 고전 발음: [락시아] 신약 발음: [락시아]

기본형: δυσπραξία

형태분석: δυσπραξι (어간) + α (어미)

어원: πράσσω

  1. ill success, ill luck

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ ἔστιν, ἔστιν, ἡ λίαν δυσπραξία λίαν διδοῦσα μεταβολάς, ὅταν τύχῃ. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, lyric 3:7)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode, lyric 3:7)

  • τοιοῦτον ἀνθρώποισιν ἡ δυσπραξία: (Euripides, Heracles, episode 2:9)

    (에우리피데스, Heracles, episode 2:9)

  • ἐμοὶ δέ, ὦ ἄνδρες, καὶ τῷ πρώτῳ τοῦτο εἰπόντι ὀρθῶς δοκεῖ εἰρῆσθαι, ὅτι πάντες ἄνθρωποι γίγνονται ἐπὶ τῷ εὖ καὶ κακῶς πράττειν, μεγάλη δὲ δήπου καὶ τὸ ἐξαμαρτεῖν δυσπραξία ἐστί, καὶ εἰσὶν εὐτυχέστατοι μὲν οἱ ἐλάχιστα ἐξαμαρτάνοντες, σωφρονέστατοι δὲ οἳ ἂν τάχιστα μεταγιγνώσκωσι. (Andocides, Speeches, 9:1)

    (안도키데스, 연설, 9:1)

  • τὰ γὰρ περισσὰ κἀνόνητα σώματα πίπτειν βαρείαις πρὸς θεῶν δυσπραξίαις ἔφασχ ὁ μάντις, ὅστις ἀνθρώπου φύσιν βλαστὼν ἔπειτα μὴ κατ ἄνθρωπον φρονῇ. (Sophocles, Ajax, episode 1:4)

    (소포클레스, Ajax, episode 1:4)

  • αὐτοὶ γὰρ ἡμεῖς ὄντες ἐν τάφοις τότε τοῖς τἀμὰ παρβαίνουσι νῦν ὁρκώματα ἀμηχάνοισι πράξομεν δυσπραξίαις, ὁδοὺς ἀθύμους καὶ παρόρνιθας πόρους τιθέντες, ὡς αὐτοῖσι μεταμέλῃ πόνος: (Aeschylus, Eumenides, episode 13:2)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, episode 13:2)

  • ἅπτῃ κάτωθεν οὐρανοῦ δυσπραξίᾳ. (Euripides, Heracles, episode, lyric 1:25)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric 1:25)

  • ἀλλ ἄμυνον, ὦ θεᾶς παῖ, τῇ τ ἐμῇ δυσπραξίᾳ τῇ τε λεχθείσῃ δάμαρτι σῇ - μάτην μέν, ἀλλ ὅμως. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, trochees 1:4)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, trochees 1:4)

유의어

  1. ill success

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION